Γνώμες

Ωδή στο Μάρκο Βαμβακάρη

Γνώμες 18/02/2018 10:42
Ωδή στο Μάρκο Βαμβακάρη

Είναι φορές που μια αύρα νοσταλγίας ανοίγει τις πόρτες της ψυχής να συναντηθεί με παλιούς φίλους. Έχει γραφτεί σωστά πως ο Μάρκος Βαμβακάρης «είναι ένας φίλος, που δεν παλιώνει. Μέσα από το Μάρκο βγαίνει μια ρωμαλέα φωτιά που καίει τα σπλάχνα. Σαν να σκαλίζει όλο τον κόσμο της ψυχής μας, σαν να την μουσκεύει και βρίσκοντας ό, τι παρθένο μετά βίας διαφυλάχτηκε να το διακορεύει».

Ευτυχώς για το Μάρκο, η σύγχρονη βιβλιογραφία δεν τσιγγουνεύτηκε στην περίπτωσή του. Στο ραντεβού λοιπόν μαζί του πήγα κρατώντας ανά χείρας με μερικά εξαιρετικά βιβλία, από τα πολλά που έχουν εκδοθεί για κείνον. Το πρώτο είναι η σπαρακτική αυτοβιογραφία, που εκδόθηκε το 1978 από τις εκδόσεις Παπαζήση, που κατέγραψε στο μαγνητόφωνο, μια ομάδα φοιτητών που είχε ανακαλύψει το Μάρκο, ήδη από την δεκαετία του 1960 και επεξεργάστηκε με κριτήρια αυστηρώς επιστημονικά η μουσικολόγος Αγγελική Βέλλου – Κάιλ.

Η δουλειά βάσης δηλ. για την φωνητική καταγραφή της αυτοβιογραφίας του Μάρκου έχει ξεκινήσει λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1960, από αυτή την μικρή ομάδα φοιτητών, που έρχεται σε επαφή με τον ίδιο, με κίνητρο την αγάπη για την ιστορία του ρεμπέτικο και αρχίζει να καταγράφει τις αφηγήσεις του σε σχέση με το παρελθόν του. 'Σ΄αυτόν τον σπαρακτικό μονόλογο καταφέρνει το ακατόρθωτο: ωμή έως πραγματικότητα και τραγικότητα να ισορροπούν στο τόσο δα- μια λεξούλα παραπάνω και πάει το παζλ. Αλλά δεν του φεύγει πόντος. Με μια σπάνια γλωσσική ευφυΐα δεν χάνει λέξη, περνάει από τα απλά στα τραγικά και τούμπαλιν, μιλά για τα πάντα χωρίς να το προσπαθεί, συγκινεί μυαλό και καρδιά, πάει τη γλώσσα στην πηγή της, την Αγία Προφορικότητα.

Σήμερα ο από τους ακρογωνιαίους λίθους του ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Συριανός, θεωρείται πλέον, κορυφαία μορφή της νεώτερης Ελληνικής μουσικής. Πράγματι η εποχή του Μάρκου, από το 1905 –ως το 1972, από την Ερμούπολη, που φθίνει στο Πειραιά, που ακμάζει, είναι ένα φουρτουνιασμένο ταξίδι, με γεγονότα, με καταστροφές και θριάμβους. Απ΄τους Μακεδονικούς αγώνες, εθνική ολοκλήρωση, ως την δικτατορία, «παίρνουν ένα νόημα» και αποπνέουν την ατμόσφαιρα της εποχής όπως τη ζούσε ο κοσμάκης, καθώς διασταυρώνονται και συσχετίζονται με τις ανάγκες, τον ξενητεμό από τη Σύρα, την δουλειά, τους καημούς, τις πίκρες, τις περιοδείες, τα αλλεπάλληλα προσωπικά και οικογενειακά δράματα, τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα και τις απογοητεύσεις της αφήγησης του Μάρκου.

Η πορεία του και η διαδρομή του ρεμπέτη συμπυκνώνονται μέσα στην εξομολόγηση-συνέντευξη που έδωσε το 1969, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του. Οπως είπε ο ίδιος, «Παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που εγώ του τραγούδησα τις χαρές του, τις λύπες του, τα πλούτη του, τη φτώχεια του, την ορφάνια του, την ξενιτιά του. Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου».

Η Αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη αποτελεί ένα πολύ σημαντικό κείμενο, όχι μόνο για όσους ενδιαφέρονται ειδικότερα για το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και για όσους ενδιαφέρονται για μία ζέουσα και συναρπαστική αφήγηση ζωής ενός εμβληματικού εκπροσώπου της λαϊκής τάξης και του λαϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα. Με αυτή την έννοια, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αυτοβιογραφία του Μάρκου,40 χρόνια μετά την έκδοσή της, αποτελεί μια ιδιαίτερη συμβολή στην εκτίμηση των πραγμάτων της Ελλάδος του 20ου αιώνα.

Το καίριο αυτό κείμενο έτυχε δικαίως μεγάλης διάδοσης στο ελληνικό κοινό, ενώ πρόσφατα ξεκίνησε την καριέρα του και στο ξένο κοινό, καθώς μεταφράστηκε στα αγγλικά (Markos Vamvakaris: The Man and the Bouzouki. Autobiography, μτφρ. Noonie Minogue, 2015).Ένα εντυπωσιακό στοιχείο της βιογραφίας του Μάρκου, είναι όπως μας πληροφορεί στην ΕΙΣΑΓΩΓΗ της η κ.Βέλλου,το 1969, ο δωρικός Πατριάρχης του λαϊκού μας τραγουδιού, επρόκειτο να ταξιδέψει στην Αμερική, όπου θα δίδασκε, σαν έκτακτος επισκέπτης Καθηγητής σε ένα Μάθημα του Πανεπιστημίου Μπούφαλο της Ν.Υόρκης, με θέμα την εξέλιξη της Ελληνικής κοινωνίας, όπως αυτή προκύπτει μέσα από την μελέτη έργων της νεώτερης λογοτεχνίας και του λαϊκού τραγουδιού. Τελικά , είτε για λόγους υγείας , είτε λόγω του «β?το» των δικτατόρων, που τυραννούσαν τότε την Χώρα, σε μια τέτοια επίσκεψη, η τελευταία δεν πραγματοποιήθηκε. Ανεξαρτήτως αυτού Μάρκος από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 είναι όπως σωστά τον χαρακτήρισε ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος, η πιο γνήσια έκφραση του λαϊκού Πολιτισμού μας.

Πριν λίγους μήνες, μια διασκευή της Αυτοβιογραφίας, του δωρικού πατριάρχη του ρεμπέτικου του άρχοντα του ρεμπέτικου τραγουδιού, έγινε θεατρικός μονόλογος, με το τίτλο «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» και ανεβαίνει ήδη, με τον Θανάση Παπαγεωργίου, στο θέατρο «Στοά».Η επίσης η μουσικολόγος - Νάνση Τουμπακάρη καταβυθίστηκε στο απομνημόνευμα του Μάρκου και φιλοτέχνησε έναν εξαίσιο μονόλογο, όπου διασώζονται η γλωσσική αυθεντικότητα, το καίριο και ευθύ ύφος του προφορικού λόγου και η ακρίβεια της καταγραφής γεγονότων, απόψεων και κρίσεων μιας πολύτιμης και δοκιμασμένης στο αμόνι της πραγματικότητας εμπειρίας.

Όπως σημειώνει ο σπουδαίος κριτικός τέχνης και φιλόλογος, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος: « Αυτό το έξοχο κείμενο έφερε στη σκηνή του θεάτρου Στοά ο Θανάσης Παπαγεωργίου και το δόξασε. Αλλά πιο συγκλονιστική είναι η ΩΔΗ, του Γεωργουσόπουλου, στην ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ" Πρόκειται για ένα γλωσσικό λαϊκό μνημείο και συνάμα μια κατάθεση ζωής ενός μεγάλου ασπούδαχτου μουσικού δημιουργού και αυθεντικού ανθρώπου. Συριανός, καθολικός το θρήσκευμα, ο Μάρκος έφτασε στο τραγούδι αφού ενέγραψε πάνω στο πετσί του όλες τις εμπειρίες, τα αδιέξοδα, τα βάσανα, τις απορρίψεις, τους αποκλεισμούς μιας, όπως και τόσες άλλες, τραυματικής ελληνικής περιόδου: Μικρασιατική Καταστροφή, απανωτές δικτατορίες, Μεταξάς, Αλβανία, Εμφύλιος, φυλακές και εξορίες, χασισοποτεία, μπαρμπουτιέρες, μαγκιά και κοινωνική απαξίωση.

Αν θέλει κανείς να μείνει στη γλώσσα του Μάρκου (θυμίζω πως η Κάιλ καταγράφει στο μαγνητόφωνο), θα έχει ένα ανεπανάληπτο προφορικό δείγμα της ομιλούμενης ελληνικής όπως είναι αποτυπωμένο στα χείλη ενός περίπου εβδομηνταπεντάχρονου χρήστη που σώρευσε ντοπιολαλιά (Σύρος), περιθώριο της Πειραϊκής, γλώσσα των εφημερίδων, ακούσματα της αγοράς και των γειτονιών της πρωτεύουσας που συνεχώς εμπλουτίζεται γλωσσικά από πρόσφυγες, εσωτερικούς μετανάστες μετά την Κατοχή και κυρίως τον Εμφύλιο.

Θυμίζω τα Μανιάτικα του Πειραιά και τους κυρίαρχους Ρουμελιώτες του Ζωγράφου, τις εστίες των Κρητικών, των Ποντίων, τους Ατσίγγανους και τους Στρατιωτικούς του Παπάγου. Τόσοι άνθρωποι, τόσοι τόποι, τόσες «γλώσσες».Ο Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοδίδακτος μουσικός και λαϊκότροπος στιχουργός, αποτυπώνει στα τραγούδια του κάθε λογής ακούσματα, δημοτικής μουσικής, εκκλησιαστικής, αστικής, λόγιας και ιδιωματικής των αποκλήρων, των φυλακισμένων, των πρεζάκηδων, της λαχαναγοράς, των μεταναστών και των ξεπεσμένων εμπόρων.Παλιότερα, όταν δημοσιεύτηκαν τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη συνοδευόμενα από τα θρησκευτικά του παραληρήματα, εκδόθηκε μαζί τους ένα γλωσσάρι. Ε, λοιπόν, η λαϊκότητα της γλώσσας του αγράμματου αγωνιστή αποδεικνυόταν και από το γεγονός πως οι λέξεις που χρησιμοποιούσε μόνο ένα δέκα τοις εκατό ήταν αφηρημένες έννοιες (προϊόντα εγκύκλιας παιδείας). Οι υπόλοιπες ήταν συγκεκριμένα «πράγματα».Έτσι και η γλώσσα του Βαμβακάρη».

Το πιο συναρπαστικό είναι ότι ο Γεωργουσόπουλος, προλογίζοντας την παράσταση και καυτηριάζοντας τον εκφυλλισμό της σύγχρονης τέχνης, αναζητεί και βρίσκει την ουσία και το μεγαλείο της, σε αυθεντικές μορφές της.Όπως το Παπαδιαμάντη, το Χαλεπά, το Θεόφιλο.Κοντά σε αυτούς φυλάει και μια θέση για το Μάρκο. Όπως, λέει: «Σε μια εποχή που τα πάντα (από την εκπαίδευση έως την πολιτική και από τα κοινά ήθη στην τέχνη) έχουν αποδομηθεί με μέθοδο και συστηματικά, συνειδητά και συχνότατα κατευθυνόμενα από συγκεκριμένα κέντρα αλλοίωσης της Ιστορίας και των ηθών ενός λαού με παρελθούσα πνευματική ευφορία και πρωτοτυπία, είναι παρήγορο να επιστρέφουν κάποιοι ευαίσθητοι συμπολίτες μας, ρισκάροντας να γίνουν αποσυνάγωγοι και όχι σπάνια ύποπτοι στην καθεστηκυία τάξη που ονομάζεται παγκοσμιοποίηση, να γυρίζουν και ν' αναζητούν ρίζες, φαινόμενα, τάσεις, μορφές, συνθήκες που διαμόρφωσαν, έκριναν, διαφοροποιήθηκαν στο παρελθόν και έτσι δημιούργησαν μια περιουσία, μια παρακαταθήκη, ένα ελληνοταμείον, μια κιβωτό που όπως όλες οι κιβωτοί διέσωσε την ποικιλία των τρόπων ζωής ενός λαού που κληρονόμησε μια πνευματική και πολιτική πολυμορφία, μια εξαίσια αντιφατική σύνθεση από αρετές και ελαττώματα. Γιατί δεν είναι σπάνιο τα ελαττώματα ενός λαού να είναι το γευστικότερο καρύκευμα του ιστορικού του άρτου.

Στην εποχή λοιπόν που στον τόπο μας κυριαρχεί ένας πολιτιστικός αχταρμάς, μια κουρελού όπου τα ξεφτίδια από όλες τις παρακμές που σημάδεψαν την πορεία του δυτικού κόσμου γίνονται αισθητικό αίτημα, προβαλλόμενο πρότυπο και ανατρεπτικός κάθε παρελθούσας κατάκτησης της τέχνης κανόνας. Εκείνο που είναι άκρως παρηγορητικό είναι πως από ένστικτο(;) νεότερες γενιές που απέτυχε προς το παρόν να αλλοτριώσει η χωλή και ανερμάτιστη εκπαίδευση ανακαλύπτουν το παρελθόν της λογοτεχνίας, της μουσικής, των εικαστικών, του χορού αυτού του τόπου και δημιουργούν πυρήνες μελέτης, απόλαυσης και συχνότατα πρακτικής μαθητείας. Γεμίζουν τα θέατρα και τα ταμεία των θεάτρων με παραστάσεις έργων πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Ροΐδη, του Μακρυγιάννη, του Καραγκιόζη, των απομνημονευμάτων των αγράμματων αγωνιστών του '21, των μαρτυριών μεταναστών, εξορίστων, προσφύγων, φυλακισμένων. Πολλά από αυτά τα κείμενα είναι γραμμένα σε γλώσσα που μια ηλίθια εκπαιδευτική πολιτική αποσκοράκισε από τη σχολική πράξη ως τάχα μου ακατανόητη για τα νέα παιδιά και ιδεολογικώς συντηρητική!

Σε μια άλλη δύσκολη για τη συνείδηση του Γένους εποχή, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η γενιά του '30 βυθίστηκε και στη γλώσσα και στα ήθη των ανθρώπων που με ύφος απέριττο κατέθεσαν τις εμπειρίες τους από τις χαμένες πατρίδες. Ηταν η εποχή που η στροφή αυτή γινόταν και στην Ευρώπη μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και την ταραχή όλων των αξιών. Σ' αυτή την περίοδο η προσοχή στράφηκε προς τους «Ασπούδαχτους». Τότε στην Ελλάδα ανακαλύψαμε τον Μακρυγιάννη, τον Θεόφιλο, τον Καραγκιόζη ή οι λόγιοι έγραψαν κείμενα κατά μίμηση των ασπούδαχτων, αυτών δηλαδή που δεν έγραφαν για να κάνουν ασκήσεις ύφους αλλά για να εκφράσουν καημούς, παράπονο, οργή και όνειρα. Έτσι πλούτισαν τη λογοτεχνία μας με εξαίσια γραπτά ανάδειξης του απέριττου ασπούδαχτου, ανεπιτήδευτου ύφους ο Δούκας με την «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» και ο Κόντογλου με όλα τα γραπτά του. Ακόμη και το πρωτόλειο του Βενέζη, «Το νούμερο», χρονικό του διωγμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, είναι μίμηση, όχι μαϊμουδισμός, των λαϊκών χρονικών και των «ενθυμήσεων». Αργότερα θα ακολουθήσουν η Διδώ Σωτηρίου και ο Κοσμάς Πολίτης και πιο πρόσφατα ο Θανάσης Βαλτινός με τον «Κορδοπάτη».Κοντά σε αυτούς τοποθετεί και την ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ του Μάρκου.

Προσωπικά ένιωσα δικαιωμένος, διαβάζοντας τις γραμμές αυτές, καθώς τόνιζαν καθοριστικά την θέση του Μάρκου στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό,διατυπωμένες από τους κατεξοχή αρμοδίους. Κι αυτό γιατί η γνωστή μπαγιάτικη Συριανή νομενκλατούρα, που μονοπωλεί το «πολιτισμό» μάλλον εκνευρίστηκε για την δημόσια θέση μου υπέρ της τοποθέτησης του ανδριάντα του Μάρκου σε κεντρικό σημείο της Πόλης.Τώρα τι έχουν να πουν.Αλλά αυτό λίγο ενδιαφέρει.Εκείνο που προέχει είναι πως η Αστική, αρχοντική Ερμούπολη, είχε την τύχη να μας την συστήσουν οι Διόσκουροι του Λυκείου Ευαγγελίδη, ο Βικελάς και ο Ροίδης Ωστόσο Ορθά έχει γραφεί ότι όπως η κοινωνική και οικονομική ζωή του Παρισιού έγινε αντικείμενο μυθιστορηματικής έμπνευσης του Μπαλζάκ και του Ζολά, έτσι και η αστική Ερμούπολη, ενέπνευσε το Ροίδη, και το Βικέλα, οι οποίοι και απέδωσαν αριστουργηματικά όψεις της Συριανής αστικής ζωής.Την νεοκλασσική πολιτεία και την μεγαλειώδη πορεία της αστικής Ερμουπολίτικης κοινωνίας, αναγορευσαν σαν σε βεντέτα της σύγχρονης ιστοριογραφίας μας οι πιο επιφανείς σύγχρονοι μελετητές. Αν κάτι έλειπε από την όψη του πολιτιστικού κράματος, που ονομάζουμε Ερμούπολη του 19ου αιώνα, ήταν το να ρίξει το βλέμμα της η ιστορία, και σ΄αυτή την πλευρά του λόφου. Στα εργοστάσια που καπνίζουν, στην εργατική τάξη που μοχθεί, απεργεί ερωτεύεται, στο λαϊκό τραγούδι και γιατί όχι στις παρεκκλίνουσες κουλτούρες (μάγκες και τα κουτσαβάκια πχ,) Χάρη στο Μάρκο, νομίζω, πως ήρθε η ώρα και γιαυτό.

Ο Κ.Απέργης, είναι δικηγόρος στον άρειο Πάγο και LLM Ιστορίας και Θεωρίας Δικαίου, στο ΕΚΠΑ.