Κάποτε υπήρχε ένας πλούσιος άνθρωπος, ο οποίος φορούσε πορφύρα και λινά ενδύματα και ζούσε καθημερινά μέσα σε μεγάλη πολυτέλεια. Κοντά στην πύλη του ήταν ξαπλωμένος ένας πτωχός, ονομαζόμενος Λάζαρος, γεμάτος πληγές, ο οποίος επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Ακόμη και τα σκυλιά συνήθιζαν να έρχονται και να γλύφουν τις πληγές του. Συνέβη δε να πεθάνει ο πτωχός και να μεταφερθεί από τους αγγέλους στον κόλπο του Αβραάμ, στον παράδεισο. Πέθανε δε και ο πλούσιος και ετάφη. Στον άδη, όπου βασανιζόταν, σήκωσε τα μάτια του και βλέπει από μακριά τον Αβραάμ και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του. Και φώναξε και είπε: «Πάτερ Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του σε νερό και να δροσίσει την γλώσσα μου, διότι υποφέρω μέσα σ’ αυτήν την φλόγα».
Αλλά ο Αβραάμ του απάντησε: «Παιδί μου, θυμήσου ότι εσύ απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου, όπως και ο Λάζαρος τα κακά. Τώρα όμως αυτός εδώ παρηγορείται και εσύ υποφέρεις. Και εκτός από όλα αυτά υπάρχει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα ώστε να μην μπορούν να περάσουν εκείνοι που θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας, ούτε οι από εκεί σε μας». Είπε τότε ο πλούσιος: «Σε παρακαλώ λοιπόν να τον στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου, διότι έχω πέντε αδελφούς, να τους νουθετήσει, για να μην έλθουν και αυτοί στον τόπο αυτό των βασάνων». Λέγει σ’ αυτόν ο Αβραάμ: «Έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες, ας τους ακούσουν». Αυτός δε είπε: «Όχι, πάτερ Αβραάμ, αλλ’ εάν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν». Ο Αβραάμ όμως του απάντησε: «Εάν δεν ακούνε τον Μωυσή και τους προφήτες, δεν θα πειστούν, ακόμη κι αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς».
Μέσω της συγκεκριμένης ευαγγελικής περικοπής ο Κύριος μάς ερμηνεύει τα εξής σημεία από τη μοναδική διδασκαλία Του:
Διασαφηνίζεται ότι ο πλούτος δεν είναι καθ’ εαυτόν κακός -εκτός αν έχει αποκτηθεί με παράνομους και ανήθικους τρόπους- αλλά ότι η κακή χρήση του, η πλεονεξία και η θεώρησή του ως ύψιστο ιδανικό είναι που καταδικάζουν τον άνθρωπο. Η καλοσύνη, η πρακτική αγάπη, η μετάδοση των αγαθών, η υγιής κοινωνικότητα είναι που οδηγούν στον Παράδεισο και αποτελούν εξάλλου και το νόημα της επιγείου ζωής.
Ο πλούσιος έτυχε μεγαλοπρεπούς κηδείας, ενώ ο Λάζαρος θάφτηκε σε ένα λάκκο και κηδεύτηκε χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Στον Ουρανό όμως αντιστράφηκαν οι όροι. Τιμητικά παρελήφθη και συνοδεύτηκε ο Λάζαρος από τους αγγέλους, ενώ ο πλούσιος μετά θάνατον συνάντησε κρίση και δυστυχία. Ο Θεός δεν κρίνει με τα δικά μας μέτρα. Ο ιδιαίτερα πλούσιος άνθρωπος του ευαγγελίου υπήρξε και πνευματικώς ιδιαίτερα πτωχός λόγω της εγωπαθείας του. Αυτά που στερήθηκαν στη γη οι ευσεβείς, θα απολαύσουν πνευματικώς στην επουράνια και αιώνια κατοικία τους. Και βεβαίως θα υπάρξουν και εν Παραδείσω οι πλούσιοι εκείνοι που έζησαν εν ταπεινώσει και φιλανθρωπία.
Η εργασία όχι στις εντολές του Χριστού, αλλά η εμμονή στην απόλαυση του πλούτου και στη σάρκα, είναι ο κατήφορος για την αιώνια καταδίκη του ανθρώπου. Οι Πατέρες της Εκκλησίας επισημαίνουν ότι η αμαρτία και η ανηθικότητα εντοπίζονται όχι μόνο στην κακή χρήση της γενετησίου ορμής, αλλά πρωτίστως όταν ο άνθρωπος υποδουλώνεται στην εγωπαθή ατομικότητα και στην σκληρή στάση του απέναντι στον πόνο των άλλων.
Η ψυχή του Λαζάρου μεταφέρθηκε από τους αγγέλους στην πραγματική της πατρίδα, τον Ουρανό. Αθάνατες λοιπόν είναι οι ψυχές και κρίνονται αμέσως μετά την λύση των δεσμών ψυχής και σώματος. Και των αδίκων βέβαια οι ψυχές μεταφέρονται από τους αγγέλους στο επουράνιο δεσμωτήριο, ενώ στην τελική Κρίση του κόσμου θα ξεκαθαριστεί εν σώματι η ανάπαυση των δικαίων και η τιμωρία των αδίκων.
Στην άλλη ζωή οι ψυχές αναγνωρίζονται μεταξύ τους και δεν αδρανεί η συνείδησή τους. Μάλιστα θυμούνται τα γεγονότα της επιγείου ζωής τους, αλλά στερούνται επικοινωνίας με τους οικείους τους. Υπάρχει δε ‘χάσμα μέγα’ μεταξύ παραδείσου και κολάσεως και το αδύνατον της επίσκεψης των μεν στους δε. Δεν υπάρχει μάλιστα μεταβολή στην άλλη ζωή, αλλά μόνο μετάνοια στην εδώ ζωή, στην οποία ο χρόνος είναι με το μέρος μας.
Το ότι ο Αβραάμ αποκλείει την μετάβαση της ψυχής του Λαζάρου στην γη και την εμφάνισή της στους αδελφούς του πλουσίου, μήπως και μετανοήσουν, σημαίνει ότι ο πνευματισμός και η επίκληση των νεκρών δεν είναι τίποτε άλλο από κατορθώματα πονηρών πνευμάτων, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις πρόκειται για ταχυδακτυλουργικά τρυκ, με τα οποία ξεγελιούνται οι αφελείς ή οι ανασφαλείς.
Ο Αβραάμ αρνείται να στείλει τον Λάζαρο και να διενεργήσει επομένως θαύμα, προβάλλοντας την αλήθεια ότι έχουν τον Νόμο και τους προφήτες -την Εκκλησία δηλαδή πλέον και την Αγία Γραφή-, τα οποία αποτελούν την μόνιμη μαρτυρία για την ύπαρξη και αγάπη του Θεού, αλλά και για τη δίκαιη κρίση Του. Αυτά, μαζί με το θαύμα της Δημιουργίας και της θαυμάσιας λειτουργίας της ίδιας της ζωής, αρκούν σε κανονικές συνθήκες για να πείσουν τους καλοθελητές.
Τέλος, ο Θεός γνωρίζει και χρησιμοποιεί τα καλύτερα μέσα προς τη σωτηρία μας. Για την αποδοχή όμως της αλήθειας όλα εξαρτώνται από την υγιή ή την ασθενική δική μας θέληση. Όπου υπάρχει μετάνοια και ταπείνωση, εκεί ο Θεός βοηθά ώστε να αποδεχθούν οι άνθρωποι πνευματικά τον Αναστάντα Κύριο και να δημιουργηθεί αίσθημα καταλλαγής μετά του Τριαδικού Θεού, στην αγάπη του οποίου μένοντες και εντρυφώντες οι πιστοί δια της Εκκλησίας, λυτρώνονται.
Εικόνα από Βικιπαίδεια: του Φιόντορ Μπρόννικοβ