Επικαιρότητα

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ για την Πολεμική Αεροπορία: F-16 Block 50 vs. CCA

Κόσμος 23/08/2025 16:56
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ για την Πολεμική Αεροπορία: F-16 Block 50 vs. CCA

«Αναβάθμιση των 38 F-16C/-D Block 50 ή άμεση στροφή στα αυτόνομης λειτουργίας μη επανδρωμένα συνεργατικά μαχητικά αεροσκάφη (CCA: Collaborative Combat Aircraft) ή «loyal wingman» όπως είναι αλλιώς γνωστά; Το ζήτημα θα αποτελέσει κομβικό δίλημμα κατά τη ριζική αναθεώρηση του σχεδιασμού της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ) για τη μελλοντική δομή δυνάμεων, η οποία είναι επιβαλλόμενη από τις σημαντικές εξελίξεις στον τομέα των CCA, τα οποία σχεδιάζονται για να επιχειρούν συνδυαστικά, με επανδρωμένα μαχητικά, είτε υπό τον έλεγχο τους είτε λειτουργώντας αυτόνομα. Μακροπρόθεσμα, η μείωση της οροφής στα 150 μαχητικά ή ακόμα και στα 120 και η θαρραλέα επένδυση στη νέα πραγματικότητα θα αποδειχθεί ρεαλιστική προσαρμογή που διασφαλίζει το ποιοτικό πλεονέκτημα.

Τα CCA, που αποτελούν το πιο πρόσφατο κεφάλαιο στην επανάσταση των μη επανδρωμένων, θα αρχίσουν στο εγγύς μέλλον να εντάσσονται σε υπηρεσία μεταβάλλοντας ριζικά τη σύνθεση αεροπορικής δύναμης και ανατρέποντας την αναλογία υπέρ των μη επανδρωμένων. Καταλύτης στην επιτάχυνση των εξελίξεων αποτελεί η δημόσια επιβεβαίωση των δύο αμερικανικών εταιριών, των Anduril και General Atomics Aeronautical Systems Inc. (GA-ASI), ότι η διαδικασία για τη χορήγηση έγκρισης από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για πώληση σε άλλες χώρες των CCA που ήδη αναπτύσσουν για την Αεροπορία των ΗΠΑ, βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο.

Κατά τον Ντέιβιντ Αλεξάντερ, πρόεδρο της GA-ASI, δηλώσεις του οποίου φιλοξενεί η έγκυρη αμερικανική αεροδιαστημική επιθεώρηση Aviation Week & Space Technology, η είναι ζήτημα εβδομάδων και όχι μηνών. Οι δύο εταιρίες αναπτύσσουν αντίστοιχα τα βελτιστοποιημένα για αποστολές αέρος – αέρος CCA της αρχικής φάσης (Increment 1) YFQ-44A και YFQ-42A στο πλαίσιο συμβάσεων που ανέθεσε η Αεροπορία των ΗΠΑ τον Απρίλιο του 2024. Αξιοσημείωτο ότι η λήψη έγκρισης για πωλήσεις σε άλλες χώρες άρχισε πριν ακόμη η Αεροπορία των ΗΠΑ αρχίσει τις πτητικές δοκιμές των δύο πρωτοτύπων.

Ήδη πάντως ενεργά προγράμματα ανάπτυξης CCA έχουν αρκετές χώρες, όπως η Αυστραλία με το κατασκευής Boeing Australia MQ-28 Ghost Bat που βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης, η Κίνα, η Γερμανία, η Τουρκία.

Επίσης η ανάπτυξη CCA αποτελεί κοινό τόπο όλων των ενεργών δυτικών προγραμμάτων ανάπτυξης επανδρωμένων μαχητικών 6ης / επόμενης γενεάς, όπως του αντικαταστάτη του F-22 Raptor, του Boeing F-47 στο πλαίσιο του αμερικανικού προγράμματος NGAD (Next Generation Air Dominance: αεροπορικής κυριαρχίας επόμενης γενεάς), του FCAS (Future Combat Air System: μελλοντικό σύστημα αεροπορικής μάχης) που αναπτύσσουν από κοινού οι Γαλλία, Γερμανία και Ισπανία και που πιθανά θα αντικαταστήσει τα Rafale και Eurofighter, και του Tempest / GCAP (Global Combat Air Programme: παγκόσμιο πρόγραμμα αεροπορικής μάχης), που αναπτύσσουν από κοινού οι Βρετανία, Ιαπωνία και Ιταλία ως αντικαταστάτη του ευρωπαϊκού Eurofighter και του ιαπωνικού Mitsubishi F-2.

Το μέλλον είναι ήδη εδώ…

Καθένα από τα προαναφερθέντα προγράμματα αποτελεί «σύστημα συστημάτων» όπου η επανδρωμένη πλατφόρμα, το μαχητικό, υποστηρίζεται, συνεπιχειρεί και συνεργάζεται με πληθώρα μη επανδρωμένων συστημάτων στον αέρα, το διάστημα, τη ξηρά και τη θάλασσα, ως κόμβος ενός παγκόσμιου ιστού.

Όμως η συνεχής αύξηση του επιπέδου αυτόνομης λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης και της δυνατότητας λήψης απόφασης, των CCA και η επαυξημένη συνδεσιμότητα τους θα επεκτείνει δραματικά το φάσμα των αποστολών που θα μπορούν να εκτελέσουν: ως αισθητήρες ή ως φορείς όπλων για την προσβολή στόχων επίγειων, εναέριων και επιφανείας, ηλεκτρονικού πολέμου, ως κόμβοι διοίκησης & ελέγχου, ως δολώματα (decoys). Εν τέλει, η επίτευξη πλήρους αυτονομίας, σε επίπεδο λειτουργίας και απόφασης, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση νομικών και ηθικών ζητημάτων, θα καταστήσει υπαρκτό το ενδεχόμενο σχεδόν ολοκληρωτικής αντικατάστασης των επανδρωμένων εναέριων πλατφορμών.

Όπως ίσχυε στις πρώτες γενεές μη επανδρωμένων αεροσκαφών, ο εκμηδενισμός των απωλειών σε ανθρώπινες ζωές και μάλιστα σε υψηλού επιπέδου κινδύνου περιβάλλοντα και ταυτόχρονα η εκτός ελέγχου συνεχής αύξηση του κόστους των επανδρωμένων πλατφορμών, αποτελούν τους κύριους λόγους που ωθούν στην ανάπτυξη των μη επανδρωμένων CCA.

Σε αντίθεση με τα επανδρωμένα μαχητικά υψηλών επιδόσεων που απαιτούν πολύχρονη και υψηλού κόστους εκπαίδευση ιπτάμενων για τον χειρισμό τους, τη συστηματική συντήρηση των πτητικών ικανοτήτων τους και την επίσης συστηματική ανανέωση της δεξαμενής του ιπτάμενου προσωπικού, τα μη επανδρωμένα CCA έχουν πολλά πλεονεκτήματα. Η αφαίρεση του ιπτάμενου, της διεπαφής ανθρώπου-μηχανής (κόκπιτ), των συστημάτων υποστήριξης ζωής και διάσωσης συνεπάγεται μείωση όγκου, μεγέθους, βάρους, κατανάλωσης ενέργειας και απάλειψη σχεδιαστικών περιορισμών.

Money talks…

Επιπλέον, τα CCA σε αντίθεση με επανδρωμένες πλατφόρμες δεν απαιτούν την ανάλωση ωρών πτήσης για τη συντήρηση της πτητικής ικανότητας των ιπταμένων ούτε μετεκπαίδευσή τους στην περίπτωση αναβάθμισης ή αντικατάστασης με νεότερη έκδοση. Η αποθήκευση τους σε κατάσταση αναμονής (stand by), ώστε να είναι δυνατή η ταχεία ενεργοποίηση τους, σε κατάλληλες υποδομές με πλήρως ελεγχόμενες περιβαλλοντικές συνθήκες μειώνει σημαντικά τις απαιτήσεις υποστήριξης και συντήρησης, δηλαδή το λειτουργικό κόστος.

Κατά συνέπεια το οικονομικό όφελος δεν περιορίζεται μόνο στο κόστος προμήθειας, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο του Κόστους Κύκλου Ζωής (ΚΚΖ), και για αυτό ακριβώς τον λόγο τα CCA θεωρούνται ως η οικονομικά εφικτή επιλογή για την αντιστροφή της συνεχούς ποσοτικής συρρίκνωσης των αεροπορικών δυνάμεων.

Στην περίπτωση της χώρας μας, η συνεχής αριθμητική συρρίκνωση του στόλου των μαχητικών της ΠΑ ως συνέπεια της υπέρμετρης αύξησης του κόστους προμήθειας είναι εμφανής (βλέπε πίνακα). Όμως, εξίσου προβληματική είναι η κατάσταση στην υποστήριξη και συντήρηση και γενικότερα στον λειτουργικό προϋπολογισμό. Με εκτιμώμενο μέσο ετήσιο κόστος υποστήριξης περί τα πέντε εκατ. ευρώ για καθένα από τα 24 Rafale F3R και τουλάχιστον περί τα επτά εκατ. ευρώ για καθένα από τα 20 F-35A Lightning II, απαιτούνται ετήσιες πιστώσεις τουλάχιστον 260 εκατ. ευρώ.

Σε αυτές θα πρέπει να προστεθεί το κόστος υποστήριξης των 82 μαχητικών F-16C/-D Block 72/-72+ Viper, και το κόστος υποστήριξης όλων των υπολοίπων αεροπορικών (τακτικών μεταφορών, αεροφερόμενου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου – ΑΣΕΠΕ, έρευνας και διάσωσης, εκπαιδευτικά) και επίγειων συστημάτων και μέσων. Για να γίνει εμφανές το μέγεθος του προβλήματος, αναφέρεται ότι στον απολογισμό του 2023, οι προϋπολογισθείσες πιστώσεις για λειτουργικές δαπάνες ήταν 198.037.000 ευρώ και οι πραγματοποιηθείσες 259.838.838,33 ευρώ εκ των οποίων τα 123.565.207,45 ευρώ για αγορές καυσίμων κίνησης. Στον προϋπολογισμό του 2025 έχουν προβλεφθεί πιστώσεις 200.894.000 ευρώ.

Η συγκεκριμένη πραγματικότητα και οι τεχνολογικές εξελίξεις επιβάλλουν στην ΠΑ να επανεξετάσει ειλημμένες αποφάσεις. Είναι σκόπιμο να διατεθούν 1+ δις ευρώ για τον εκσυγχρονισμό 38 μαχητικών F-16C/-D Block 50 που άρχισαν να εντάσσονται σε υπηρεσία πριν 28 χρόνια ή να επενδυθούν σε προγράμματα CCA με ισχυρή συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης επιταχύνοντας τη μετάβαση στην αεροπορία των επόμενων δεκαετιών;

Η δεύτερη επιλογή σε συνδυασμό με την επίτευξη συνδεσιμότητας των CCA με τα 82 F-16C/-D Block 72/-72+ Viper, τα 24 Rafale F3R και τα 20 F-35A Lighting II Block 4 της ΠΑ, θα πολλαπλασιάσει τις επιχειρησιακές δυνατότητες με εφικτό κόστος.