Σπασμένα παράθυρα, γκράφιτι πάνω στους ραγισμένους τοίχους, ξεχαρβαλωμένα παντζούρια «πνιγμένα» στις αράχνες και περίτεχνες οροφογραφίες που αποσυντίθενται. Κάποτε ήταν το μεγαλοπρεπές αρχοντικό του επιφανούς βιομηχάνου, πλοιοκτήτη και ενός από τους μακροβιότερους δημάρχους της Σύρου, Δημητρίου Βαφειαδάκη.
Σήμερα, το σπίτι στέκει απογυμνωμένο από την αίγλη του παρελθόντος. Εχει παραδοθεί στην εγκατάλειψη, τις λεηλασίες και την αδιαφορία. Η φθορά αποτυπώνεται σε κάθε γωνιά του. Κι όμως, αποτελεί ένα από τα πολλά αρχοντικά της Σύρου, μέρος της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του νησιού.

Η οικία του Δημητρίου Βαφειαδάκη στα Χρούσα της Σύρου σήμερα
Η έπαυλη, η οποία βρίσκεται στο χωριό Χρούσα, φιλοξένησε στις αίθουσές της πολιτικούς, εμπόρους, ευγενείς, καθώς και τον βασιλιά Γεώργιο Α’. Στο περίφημο μπαλκόνι του σπιτιού δε, το καλοκαίρι του 1910, τραβήχτηκε μια αναμνηστική φωτογραφία που σήμερα συμπεριλαμβάνεται σε εκθέσεις και βιβλία αφιερωμένα στη Σύρο. Στη φωτογραφία απεικονίζεται ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ μαζί με την οικογένεια Βαφειαδάκη και αρκετούς από τους αστούς του νησιού.
Τι συμβαίνει σήμερα; Για τους κατοίκους του νησιού η διάσωση του αρχοντικού κρίνεται απαραίτητη, όχι μόνο για αρχιτεκτονικούς λόγους αλλά και για ιστορικούς. Ο Δημήτριος Βαφειαδάκης συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με την ευρωστία του νησιού, καθώς κατά τη διάρκεια της θητείας του χτίστηκε το επιβλητικό δημαρχιακό Μέγαρο στην πλατεία Μιαούλη, σχεδιασμένο από τον γερμανό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ, ενώ παράλληλα ιδρύθηκε το Πτωχοκομείο και διοχετεύθηκε πόσιμο νερό στην κοινότητα.

Η οικία Πρωίου
Η πρόσοψη της οικίας του Σταμάτη Πρωίου, ενός από τους ευεργέτες της Ερμούπολης. Βλέπουμε το το εντυπωσιακό μπαλκόνι από σφυρήλατο σίδερο και τη γλυπτή παράσταση του φλωρεντινού ζωγράφου Μπενότσο Γκοτσόλι. Τα ξύλινα υποστυλώματα και τα σημάδια φθοράς μαρτυρούν τα χρόνια εγκατάλειψης, ενώ τα κλειστά παράθυρα με τα μεταλλικά πάνελ υποδηλώνουν την προσπάθεια προστασίας της πρόσοψης από περαιτέρω φθορές. Το συγκεκριμένο κτίριο θεωρείται μοναδικό στη Σύρο λόγω του εξωτερικού διακόσμου. Πηγή: Κάντυ Ρούσσου
Λίγο πιο μακριά, στην Ερμούπολη, στέκει ακόμη, παρά τη συστηματική αδιαφορία των υπευθύνων, ένα αρχοντικό με ξεχωριστή αρχιτεκτονική αξία. Πρόκειται για την οικία του Σταμάτη Πρωίου, μιας από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Ερμούπολης του 19ου αιώνα. Χτισμένο το 1866, ξεχωρίζει για την αισθητική του, καθώς είναι το μοναδικό σπίτι στο νησί με εξωτερικό διάκοσμο. Στο ισόγειο και τον πρώτο όροφο διακρίνονται δύο εσοχές, καθεμία διακοσμημένη με ολόσωμες αναπαραστάσεις σημαντικών ιταλών καλλιτεχνών: στην πρώτη απεικονίζεται ο φλωρεντινός ζωγράφος Μπενότσο Γκοτσόλι, ενώ στη δεύτερη ο Λεονάρντο ντα Βίντσι.
Η συριανή ιστορικός τέχνης Μαρίζα-Θηρεσία Δαλεζίου λέει στο «Βήμα» ότι το συγκεκριμένο αρχοντικό εξαιτίας αυτής της μοναδικότητάς του έχει μεγάλη αρχιτεκτονική και ιστορική σημασία.
«Πρόκειται για ένα ξεχωριστό κτίριο μια και είναι το μόνο σπίτι στο νησί με περίτεχνα διακοσμητικά στοιχεία στην εξωτερική του όψη. Σήμερα το κτίριο βρίσκεται υπό κατάρρευση. Στον πρώτο όροφο δεν μπορεί κανείς να περπατήσει με ασφάλεια. Εχουν τοποθετηθεί μεταλλικά πάνελ στα παντζούρια για προστασία αλλά αφέθηκαν απροστάτευτες οι εσοχές. Πιθανότατα εκείνος που ανέλαβε την αναστήλωση του κτιρίου, δεν αναγνώρισε την αξία τους» προσθέτει με παράπονο.
Τα κληροδοτήματα
Τα δύο αυτά κτίρια, εκτός από τη βαριά ιστορία που κουβαλούν, μοιράζονται και ένα ακόμη κοινό στοιχείο: είναι κληροδοτήματα. Με τις διαθήκες των κατόχων τους, δημιουργήθηκαν νομικά πρόσωπα που ανέλαβαν τη διαχείριση αυτών των ακινήτων, διασφαλίζοντας τη χρήση τους για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Σύμφωνα με τη δικηγόρο Μαρία Καζαντζάκη που έχει ασχοληθεί με το θέμα, τα κληροδοτήματα στο νησί στερούνται εσόδων με αποτέλεσμα να κατερειπώνονται και να μην μπορεί να ολοκληρωθεί ο σκοπός τους. «Τα κληροδοτήματα είχαν κάποιους πόρους που εξαντλήθηκαν. Για να αναστηλωθούν αυτά τα κτίρια, όπως τους αρμόζει, απαιτούνται τεράστια ποσά. Ωστόσο, ο νόμος δεν επιτρέπει στα κληροδοτήματα να έχουν επιχειρηματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να εξασφαλίσουν έσοδα. Αυτός είναι ο βασικός λόγος της εγκατάλειψης των κτιρίων αυτών» εξηγεί.
Η κυρία Καζαντζάκη τονίζει την ανάγκη νομοθετικών αλλαγών που θα μπορούσαν να προσφέρουν κίνητρα σε επενδυτές, όπως φοροαπαλλαγές, για την αποκατάσταση των ιστορικών κτιρίων. «Πρέπει να υπάρξει το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο που θα δώσει κίνητρα σε ανθρώπους που διαθέτουν τα χρήματα, να τα επενδύσουν σε αυτά τα κτίρια, προσφέροντάς τους φοροαπαλλαγές. Ετσι γινόταν παλιά. Αν δούμε ιστορικά τα πράγματα, ιδιαίτερα στη Σύρο που γνώρισε μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη, οι εφοπλιστές και οι εργοστασιάρχες δεν δημιουργούσαν φιλανθρωπικά ιδρύματα και μουσεία από απλή καλοσύνη. Είχαν κίνητρο. Απολάμβαναν προνομιακή φορολογική μεταχείριση» τονίζει χαρακτηριστικά.
Από εδώ πέρασε ο Αντερσεν
Ενα ακόμη εμβληματικό κτίριο της Σύρου, που δεσπόζει στον όρμο Πιδάλι, στη νότια πλευρά του λιμανιού, είναι το Λοιμοκαθαρτήριο στα Λαζαρέτα. Εγκαινιάστηκε το 1839 από τον βαυαρό αρχιτέκτονα Βίλχελμ φον Βάιλερ και αποτέλεσε το μεγαλύτερο λοιμοκαθαρτήριο του ελληνικού κράτους, συμβολίζοντας την οργανωμένη προσπάθεια προστασίας από τις επιδημίες της εποχής.
Από εκεί πέρασαν σημαντικοί άνθρωποι, όπως ο διαφωτιστής, φιλόσοφος και δάσκαλος του Γένους Θεόφιλος Καΐρης και ο διάσημος δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Αντερσεν, γνωστός για τα παραμύθια του, όπως «Η μικρή γοργόνα». Με το πέρασμα του χρόνου το κτίριο άλλαζε χρήσεις και, εκτός από τόπος καραντίνας των ταξιδιωτών και των πληρωμάτων των πλοίων, χρησίμευε ως καταφύγιο για πρόσφυγες, ως φυλακή και, τέλος, ως άσυλο φρενοβλαβών.
Σήμερα, το κτίριο που αποτέλεσε ζωντανό κομμάτι της υγειονομικής ιστορίας και της ιστορίας των μετακινήσεων της Ανατολικής Μεσογείου, είναι σε εξαιρετικά άσχημη κατάσταση και πολλές πτέρυγές του έχουν καταρρεύσει.

Αποψη του Λοιμοκαθαρτηρίου στα Λαζαρέτα της Σύρου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο λοιμοκαθαρτήριο του ελληνικού κράτος. Εγκαινιάστηκε το 1840 και έως το 1870 χρησίμευε για την απομόνωση ασθενών και ταξιδιωτών από μέρη που υπήρχαν επιδημίες. Αργότερα μετατράπηκε σε φυλακή και έπειτα σε άσυλο φρενοβλαβών.
Ενας από τους λόγους που αφέθηκε στην τύχη του ήταν η πολύχρονη διαμάχη για το ιδιοκτησιακό του καθεστώς μεταξύ δήμου και Ελληνικού Δημοσίου. Σύμφωνα με τον Παύλο Χατζηγρηγορίου, διευθυντή του νέου ιστορικού μουσείου της Ερμούπολης και πολιτικό μηχανικό που προ διετίας κατέγραψε τις παθογένειες του κτιρίου σε τρισδιάστατη απεικόνιση και παρέδωσε το υλικό στο υπουργείο Πολιτισμού, πλέον είναι επικίνδυνη έστω και μια απλή περιήγηση στον χώρο.
«Πολλές πέτρες αφαιρέθηκαν από ντόπιους προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως πυρότουβλα για να χτιστούν φούρνοι. Ηταν πολύ καλής ποιότητας πλίνθοι. Αυτή η πρακτική πλήγωσε το κτίριο σε μεγάλο βαθμό. Είναι κρίμα ένα μνημείο με τέτοια αρχιτεκτονική και ιστορική αξία να είναι σε τέτοια κατάσταση» σημειώνει. Σύμφωνα με ιστορικούς, οι πρώτες μεγάλες λεηλασίες του κτιρίου ξεκίνησαν το 1976, όταν κάτοικοι της Σύρου αφαίρεσαν περισσότερες από 150 πέτρες για να τις χρησιμοποιήσουν ως επένδυση μπετόν αρμέ σε εξοχικό.
«Το κτίριο θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και να γίνει ένα μουσείο ιστορίας της υγείας της Ανατολικής Μεσογείου. Το λοιμοκαθαρτήριο δεν είναι μια υπόθεση που αφορά μόνο την Ερμούπολη, είναι ένα μέρος του παζλ της ιστορίας των μετακινήσεων ανθρώπων και εμπορευμάτων σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Είναι κρίμα να αφήνεται στην τύχη του» λέει από την πλευρά του ο Γιάννης Γονατίδης, υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης που ολοκληρώνει τη διατριβή του επάνω στην Κοινωνική Ιστορία της Υγείας στην Ερμούπολη του 19ου αιώνα.
Το αρχοντικό του Κάλας
Ανάμεσα στα ιστορικά κτίσματα του νησιού, υπάρχει και το αρχοντικό τού (κατά τον Οδυσσέα Ελύτη) «ανυπότακτου της πνευματικής ζωής», ποιητή, κριτικού και θεωρητικού της τέχνης Νικολάου Κάλας. Το εν λόγω κτίσμα βρίσκεται στα Χρούσα και αποτελεί μια από τις πρώτες εξοχικές κατοικίες των αστών της Ερμούπολης.
Η Μαρίζα-Θηρεσία Δαλεζίου το επισκέφθηκε το 2007, αναγνώρισε την αρχιτεκτονική και ιστορική του αξία, με αποτέλεσμα να υποβάλει αίτηση στο υπουργείο Πολιτισμού προκειμένου το κτίριο να χαρακτηριστεί ως διατηρητέο. Οι προσπάθειες απέδωσαν καρπούς και το κτίριο ανακηρύχθηκε διατηρητέο τον χειμώνα του 2009, με την προστασία να καλύπτει τόσο τον εσωτερικό όσο και τον εξωτερικό χώρο του.
Ωστόσο, παρά την ιστορική του αναγνώριση, το αρχοντικό σήμερα βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση, όπως μαρτυρεί η ίδια. «Από το 2007 που μπήκα για πρώτη φορά μέχρι σήμερα, έχει αλλάξει παντελώς το κτίριο και η αυλή του. Το αρχοντικό καταρρέει αυτή τη στιγμή και αυτό οφείλεται στην παντελή αδιαφορία της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου και των εκάστοτε δημοτικών αρχών. Στη μέχρι πρότινος μεγαλοπρεπή αυλή μπαίνουν κατσίκια πλέον. Ποιος τα βάζει; Υπάρχουν επίσης εξωτικά και μη πτηνά. Αυτό είναι παράνομο. Από ποιον ζήτησε άδεια αυτός που το κάνει;» διερωτάται, υπογραμμίζοντας πως αν η κοινωνία της Σύρου είναι τόσο αδιάφορη, δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Η κλιματική κρίση
Η εγκατάλειψη δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας που επιταχύνει την παρακμή. Σύμφωνα με τον Παύλο Χατζηγρηγορίου, η κλιματική αλλαγή με τα ακραία καιρικά φαινόμενα που επιφέρει, έχει άμεση σχέση με την καταστροφή των ιστορικών κτιρίων.
«Τα κονιάματα σε αυτά τα κτίρια είναι φτιαγμένα από χώμα, ασβέστη, τρίχες ζώων ή άχυρο και μικρές πέτρες. Η παρατεταμένη ξηρασία των τελευταίων ετών προκαλεί σημαντική φθορά σε αυτά τα υλικά, καθώς το κονίαμα συρρικνώνεται και γίνεται εύθραυστο. Οταν ακολουθούν περίοδοι έντονων βροχοπτώσεων ή ισχυρών ανέμων – φαινόμενα πλέον συχνά λόγω της κλιματικής αλλαγής – η κατάσταση των κτιρίων επιδεινώνεται ραγδαία» σημειώνει.
Πρέπει να υπάρξει το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο που θα δώσει κίνητρα σε ανθρώπους που διαθέτουν τα χρήματα, να τα επενδύσουν σε αυτά τα κτίρια, προσφέροντάς τους φοροαπαλλαγές. Ετσι γινόταν παλιά.
Οπως επισημαίνει, η ανάγκη προστασίας των ιστορικών κτιρίων έχει αναγνωριστεί και σε διεθνές επίπεδο. Μελέτες της Παγκόσμιας Τράπεζας Επενδύσεων, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και άλλων διεθνών φορέων που ασχολούνται με τη διάσωση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, δείχνουν ότι απαιτούνται τεράστια ποσά για τη συντήρησή τους.
«Οταν μάλιστα μιλάμε για τόσο παλιά κτίρια με υλικά που δεν είναι καθόλου ανθεκτικά στην κλιματική κρίση, το κόστος αποκατάστασης εκτινάσσεται» αναφέρει. Ο ίδιος, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Σύρου, τοποθέτησε πριν από δύο χρόνια συστήματα καταγραφής σε ιστορικά κτίρια και μνημεία της Ερμούπολης. Το σύστημα αυτό, με την ονομασία HERitage MONitor (HERMON), στοχεύει στη συλλογή μεγάλου όγκου δεδομένων, τα οποία θα επιτρέψουν στους ειδικούς να αναλύσουν την επίδραση της κλιματικής αλλαγής σε κάθε κτίριο ξεχωριστά και να εξάγουν σαφή συμπεράσματα για την κατάσταση και τις ανάγκες συντήρησής τους.
Ενας μεγάλος κίνδυνος
Η ανησυχία ορισμένων ντόπιων είναι έντονη, καθώς φοβούνται πως η πολιτιστική τους κληρονομιά απειλείται με οριστική απώλεια. Και δεν έχουν άδικο. Κάθε φορά που ένα κτίριο καταρρέει, δεν χάνεται μόνο το υλικό του σώμα, αλλά σβήνει και ένα κομμάτι της ιστορίας του, αλλοιώνοντας παράλληλα τη φυσιογνωμία της περιοχής που το φιλοξενούσε.
«Φανταστείτε τι θα γίνει εάν ένα κτίριο καταρρεύσει, υπάρχει πια μόνο σε φωτογραφίες και εν συνεχεία βρεθεί ένας επενδυτής που θελήσει να το αναστηλώσει. Θα το φτιάξει όπως θέλει, με αποτέλεσμα να χαθεί η ταυτότητά του και η αυθεντικότητα των παραδοσιακών κτισμάτων του νησιού» λέει η Μαρία Καζαντζάκη.
Σύμφωνα με την καταγραφή που πραγματοποίησε το 2015 ο Παύλος Χατζηγρηγορίου σε συνεργασία με τον δήμο του νησιού, στην Ερμούπολη υπάρχουν συνολικά 1.293 αρχοντικά, εκ των οποίων τα 130 είναι σε πολύ κακή κατάσταση.
Ας το παραδεχθούμε λοιπόν ότι δεν μας ενδιαφέρει καθόλου το πολιτιστικό πλαίσιο και ότι η μόνη έγνοια μας είναι οι πανσιόν και οι παραλίες. Κι αυτό το θεωρούμε ανάπτυξη.
Η καταγραφή έγινε με ένα καινοτόμο σύστημα που ο ίδιος δημιούργησε και το οποίο απέσπασε το κορυφαίο ευρωπαϊκό βραβείο για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, Europa Nostra. «Δεν υπάρχει άλλη πόλη όπου να διασώζονται τόσο πολλά νεοκλασικά κτίρια σε τόσο μικρή έκταση. Στόχος μας είναι, στο μέλλον, να καταγράψουμε και τα νεοκλασικά που βρίσκονται σε χωριά όπως τα Χρούσα, τα οποία είναι γεμάτα με τέτοια κτίσματα».
Τα αρχοντικά των χωριών
Την ανάγκη να στραφεί το ενδιαφέρον στα αρχοντικά των χωριών εκφράζει και η Μαρία-Θηρεσία Δαλεζίου. Η ίδια δηλώνει απογοητευμένη τόσο από τους προέδρους που πέρασαν κατά καιρούς από τις κοινότητες όσο και από τους ίδιους τους πολίτες.
«Αν υπήρχε το παραμικρό ενδιαφέρον, θα είχε γίνει έστω ένας καθαρισμός στα ιστορικά αυτά κτίρια. Ο δήμος έχει τεχνική υπηρεσία και τόσα χρόνια θα μπορούσε να κάνει κάτι. Μιλάω για απλά πράγματα, όχι εργασίες εκατομμυρίων. Ας το παραδεχθούμε λοιπόν ότι δεν μας ενδιαφέρει καθόλου το πολιτιστικό πλαίσιο και ότι η μόνη έγνοια μας είναι οι πανσιόν και οι παραλίες. Κι αυτό το θεωρούμε ανάπτυξη» λέει και καταλήγει: «Αυτά τα κτίρια δεν είναι απλώς πέτρες και τούβλα. Είναι έργα ανθρώπων, κομμάτι της ιστορίας μας, της ίδιας μας της ταυτότητας. Οταν τα βλέπω να καταρρέουν, θύματα αδιαφορίας και λεηλασιών, νιώθω πως η Σύρος παύει πια να είναι η «Αρχόντισσα του Αιγαίου»».