Το καλοκαίρι δεν έκανα διακοπές. First world problem, θα μου πεις, αλλά εμένα με ζόρισε που το πήγα σερί για επόμενη χρονιά, χωρίς break. Έτσι, αποφάσισα να κάνω ένα χειμερινό ταξίδι, να απολαύσω το κρύο, τον αέρα, τις Αιγαιοπελαγίτικες καταιγίδες και την ησυχία.
Μάζεψα τα πιο ζεστά μου ρούχα και πήρα το πλοίο για τη Σύρο, λίγες μέρες πριν αλλάξει ο χρόνος. Έτρεχα να γλιτώσω από την Αθήνα; Έψαχνα να βρω κάτι; Δεν ξέρω. Πάντως και γλίτωσα και βρήκα. Και γύρισα γεμάτη πυκνό χρόνο μέσα μου, εικόνες, μερικές φουσκάλες από το πολύ περπάτημα και μερικά (αρκετά) γραμμάρια πιο βαριά απ’ τα πολλά πικάντικα Σαν Μιχάλη σαγανάκια.*
Όταν σκεφτόμαστε Σύρο, σκεφτόμαστε την Ερμούπολη. Την πόλη που πήρε το όνομά της απ’ τον θεό Ερμή και κρατάει μέχρι σήμερα κάτι στ’ αλήθεια «θεϊκό». Την πόλη-κόσμημα, την αμφιθεατρικά χτισμένη, την αρχόντισσα και ρεμπέτισσα, με την μεγάλη της πλατεία, με τα δρομάκια, τους φοίνικες, με το θέατρο Απόλλων, με τα νεοκλασικά της, με το μυθικό Boheme στην παραλία, με τα λουκούμια της και τον καθεδρικό του Σαν Τζώρτζη να μας κοιτάει από ψηλά, από τον άλλο λόφο, εκείνο της Άνω Σύρου.
Κι όμως, η Σύρος δεν είναι μόνο η Ερμούπολη κι όσοι την γυρίζουν και την αγαπάνε, το ξέρουν πολύ καλά. Ολόκληρο το νησί είναι πανέμορφο, γήινο και θαλασσινό και άγριο και ήρεμο και νόστιμο και γεμάτο μυστικά. Κι εγώ που είχα πάει 2 φορές (και τις 2 πάλι χειμώνα!) αλλά είχα περπατήσει μόνο την Ερμούπολη, αυτήν την φορά κατάφερα να πάω σε μέρη που τις άλλες ούτε είχα μαντέψει ότι υπάρχουν. Ανέβηκα στα ψηλότερά της σημεία και αφέθηκα στη θέα της θεάς θάλασσας σε 180 τουλάχιστον μοίρες. Κατέβηκα σε πολλές παραλίες (το νησί ενδείκνυται και για περπατήματα. Έχει μονοπάτια και δεκάδες παρατηρητήρια και παγκάκια στη μέση του πουθενά να ξαποστάσεις) και είδα εκκλησάκια και απομονωμένους οικισμούς. Ανεβοκατέβηκα και την εντελώς άδεια Άνω Σύρο. Με όλα τα μαγαζιά της κλειστά, με όλα τα γατιά της να λιάζονται ελεύθερα στις σκεπές, μέσα σε απόλυτη ησυχία που σαν αυτήν δεν έχω πετύχει άλλη πουθενά σε Ελληνικό νησί ως τώρα.
Ετοίμασα, λοιπόν, μια λίστα με όσα δεν ήξερα αλλά έμαθα (τόσο από ντόπιους, όσο και από ψάξιμο) για την αρχόντισσα σ’ αυτό το ταξίδι και τα μοιράζομαι, μήπως σας έρθει κι εσάς η όρεξη να την επισκεφτείτε, πριν αρχίσει ο πολύς ήλιος (κι ο πολύς τουρισμός).
Το Πάσχα. Μα ποιο Πάσχα; Το Πάσχα και των δυο
Τον 17ο αιώνα η Σύρος αναφερόταν και ως το νησί του Πάπα: «L’isola del Papa», λόγω του καθολικού δόγματος των κατοίκων της. Μέχρι σήμερα έχει τη μεγαλύτερη κοινότητα καθολικών πιστών στη χώρα. Η Άνω Σύρος, η καστροπολιτεία που δημιουργήθηκε από τους Ενετούς και η Ερμούπολη, με τις εκκλησίες τους να στέκουν η μία απέναντι από την άλλη, θυμίζουν αυτήν την συνύπαρξη που έχει τις ρίζες της βαθιά μέσα στους αιώνες. Κι ενώ πάντα το Ορθόδοξο και το Καθολικό Πάσχα έχουν μία βδομάδα διαφορά, στη Σύρο, έχει δοθεί ειδική άδεια από τον Πάπα να γιορτάζονται μαζί.
Από όσο μπόρεσα να βρω, είναι το μόνο μέρος στον κόσμο που συμβαίνει αυτό. Τώρα πια, η Σύρος έχει αποθηκευτεί στο μυαλό μου ως σύμβολο ενότητας και πολιτιστικής αρμονίας. Πολύ θα ήθελα να βρεθώ κάποιο Πάσχα στο νησί, να παρακολουθήσω την ένωση των δύο Επιταφίων (Καθολικού και Ορθόδοξου) τη Μεγάλη Παρασκευή, στην πλατεία Μιαούλη.
Ο κάτω όροφος έχει τη γη κι ο πάνω τον αέρα
Στην Άνω Σύρο ισχύει η οριζόντια ιδιοκτησία και το εθιμικό δίκαιο. Σύμφωνα με το κυκλαδικό έθιμο, ο κύριος (ιδιοκτήτης) του ισογείου είναι αποκλειστικός κύριος του οικοπέδου, ενώ ο κύριος του ανωγείου είναι αποκλειστικός κύριος του αέρα. Αυτό σημαίνει (λέω εγώ τώρα, με το φτωχό μου το μυαλό) ότι σε περίπτωση καταστροφής του κτίσματος (από κάποιο σεισμό, κάποιον καταποντισμό, κάτι, οτιδήποτε), ο μόνος που θα μπορεί να ξαναχτίσει στο σημείο, θα είναι ο ιδιοκτήτης του ισογείου. Τρελό; Τρελό, νομίζω.
Διαβάστε την συνέχεια του άρθρου.