Ο θαλάσσιος κόσμος της χώρας μας είναι ένας από τους πλουσιότερους οικότοπους στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου. Η πρόσφατη επικαιροποίηση του Κόκκινου Καταλόγου, ωστόσο, είναι, κατά το μάλλον ή ήττον, ανησυχητική: περισσότερα από 11.500 είδη αξιολογήθηκαν, μεταξύ αυτών και οι καρχαρίες, τα σαλάχια και οι χίμαιρες, και κρίθηκαν αντιμέτωπα με σοβαρές απειλές, σημαίνοντας κόκκινο συναγερμό.
Τα καρχαριοειδή και εν γένει οι χονδριχθύες, με ρόλο-κλειδί στα θαλάσσια οικοσυστήματα, ρυθμίζουν τους πληθυσμούς άλλων ειδών και διατηρούν τη φυσική ισορροπία. Οπως μας εξηγεί ο Ιωάννης Γιώβος, Shark Specialist Expert του IUCN και πρόεδρος της Πανευρωπαϊκής Ενωσης για τους Καρχαρίες και τα Σαλάχια, που συμμετείχε στην επικαιροποίηση του Κόκκινου Καταλόγου με πλειάδα φορέων και επιστημόνων από Ελλάδα και Ευρώπη, «ως κυρίως μεσαίου επιπέδου θηρευτές, τουλάχιστον στα νερά της Μεσογείου, αυτά τα είδη βοηθούν, διά των πολύπλοκων τροφικών σχέσεων, στη διατήρηση του θαλάσσιου οικοσυστήματος».
Αυτή τη στιγμή, στα ελληνικά ύδατα έχουν καταγραφεί 33 είδη καρχαριών, 29 είδη σαλαχιών και 1 είδος χίμαιρας, στοιχεία που καθιστούν τα εγχώρια θαλάσσια ύδατα σε σημαίνοντα βιότοπο της ευρύτερης περιοχής.
Τα δεδομένα, βέβαια, που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας δείχνουν ότι το 68% των καρχαριών, το 48% των σαλαχιών και η μοναδική χίμαιρα της περιοχής κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Μάλιστα, μεγάλο ποσοστό των παραπάνω έχουν ενταχθεί στην κατηγορία «κρισίμως κινδυνεύοντα».
Επικαιροποίηση έπειτα από 15 χρόνια
Ο Ιωάννης Γιώβος, όταν τον ρωτήσαμε για ποιο λόγο μάς πήρε 15 χρόνια να επικαιροποιήσουμε τον Κόκκινο Κατάλογο, αποκρίθηκε ότι ήταν κυρίως ζήτημα χρηματοδότησης, ενώ στην τελευταία ανανέωση των δεδομένων «μπορεί και πάλι τα χρήματα να ήταν περιορισμένα, αλλά ήταν αρκετά για να ολοκληρωθεί αυτό το εμβληματικό εργαλείο».
Συμπληρώνει, δε, ότι έως το 2015 τα δεδομένα συλλέγονταν κατ’ αποκλειστικότητα στο πλαίσιο ερευνητικών προγραμμάτων, τη στιγμή που τα τελευταία 10 χρόνια σε αυτόν τον αγώνα έχουν ενταχθεί και η επιστήμη των πολιτών αλλά και η αλιευτική κοινότητα, εντείνοντας κατά πολύ τη συλλογή δεδομένων και τη δημοσίευση επιστημονικών εργασιών.
«Η αλιευτική κοινότητα έχει καταστεί κατά πολύ περισσότερο ευαισθητοποιημένη. Αρκεί να σας πω ότι αλιέας από την Κρήτη πριν από πέντε χρόνια μάς είχε στείλει 4-5 καταγραφές των ειδών που συζητούμε, συμβάλλοντας κι εκείνος στην πολύτιμη συλλογή δεδομένων. Υπάρχει ένα αρκετά υγιές τμήμα της αλιευτικής κοινότητας που επιθυμεί να αλλάξουν οι πρακτικές», προσθέτει ο Ιωάννης Γιώβος, συμπληρώνοντας ότι «η Ελλάδα έχει πλέον, μαζί με την Κύπρο και το Μαυροβούνιο, τον πιο επικαιροποιημένο τέτοιο κατάλογο στο ευρωπαϊκό τμήμα της Μεσογείου. Η Ισπανία και η Ιταλία, βέβαια, έχει δεδομένα ακόμα αναλυτικότερα, καθώς είναι σε επίπεδο περιφερειών, κάτι που καθιστά πιο σύνθετη την επικαιροποίηση».
«Οι καρχαρίες είναι τα νέα δελφίνια και χελώνες»
Ο επιστήμων τον οποίον συμβουλευθήκαμε λέει ότι τα καρχαριοειδή αντιμετωπίζονται πλέον όπως τα δελφίνια και οι χελώνες στο πρόσφατο παρελθόν. Εννοεί, ασφαλώς, ότι έχουν φτάσει σε σημείο να θεωρούνται εν πολλοίς προστατευόμενα, παρότι, όπως επισημαίνει, είναι περίπλοκος ο τρόπος της σήμανσής τους για την αλίευση και την κατανάλωση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα έναν δαίδαλο καθημερινής γραφειοκρατίας –και εντέλει παρανομίας– καθώς ούτε το Λιμενικό Σώμα ούτε ασφαλώς και οι καταναλωτές γνωρίζουν αν αυτό που έχουν μπροστά τους είναι το ένα ή το άλλο είδος.
Αυτή, όμως, δεν είναι η μεγαλύτερη απειλή για τα είδη που συζητούμε. «Η μεγαλύτερη, μακράν σημαντικότερη από τη δεύτερη, είναι η παρεμπίπτουσα αλίευση. Δηλαδή, τα καρχαριοειδή συχνά καταλήγουν στα δίχτυα των αλιέων κατά λάθος, ανάμεσα στα άλλα ψάρια και θαλασσινά που αλιεύουν».
Επειδή μιλάμε για είδη που μπορεί να ζυγίζουν τόνους, οι αλιείς, προκειμένου να τα σηκώσουν και να τα ρίξουν πάλι στη θάλασσα, τα σηκώνουν με έναν γερανό που δένεται στην ουρά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τραυματίζονται θανάσιμα τα ζωτικά τους όργανα και αργότερα χάνουν τη ζωή τους.
Κι ενώ η πλειονότητα των αλιέων τα αναδρομολογεί στη θάλασσα, ορισμένες φορές αυτό γίνεται με τον λανθασμένο τρόπο καθιστώντας τα είδη εν πολλοίς νεκρά. «Για παράδειγμα, επειδή μιλάμε για είδη που μπορεί να ζυγίζουν τόνους, οι αλιείς, προκειμένου να τα σηκώσουν και να τα ρίξουν πάλι στη θάλασσα, τα σηκώνουν με έναν γερανό που δένεται στην ουρά. Αυτά τα είδη, όμως, επειδή έχουν μάθει να διαβιούν στη θάλασσα, άρα χωρίς βαρύτητα, κατ’ αυτόν τον τρόπο τραυματίζονται θανάσιμα τα ζωτικά τους όργανα και αργότερα χάνουν τη ζωή τους», σύμφωνα με τον Ιωάννη Γιώβο.
Διαβάστε εδώ την συνέχεια του άρθρου.