Γνώμες

«Ποια Ελένη», μια θαυμάσια παράσταση, έμπρακτη τιμή στο Συριανό Θέατρο

Γνώμες 12/09/2016 13:04
«Ποια Ελένη», μια  θαυμάσια παράσταση, έμπρακτη τιμή στο Συριανό Θέατρο

Μια θάλασσα μικρή «το κοινό», μοιρασμένο στα βελούδινα καθίσματα της κατάμεστης πλατείας και των θεωρείων του θρυλικού Απόλλωνα κάτω από τα αυστηρά βλέμματα, των μεγάλων δημιουργών της όπερας, που απολαμβάνουν την αιωνιότητα των εξαίσιων οροφογραφιών, κάτω απ΄ το φως των πανάκριβων πολυελαίων του,που μαρτυρούν το γούστο και την υψηλή θεατρική παράδοση των Συριανών. Σε λίγο η αυλαία θα ανοίξει και μια καραβιά ηθοποιών, θα λύσει τις άγκυρες, για να μας ταξιδέψει στις ατέλειωτες άμπωτεις του χιούμορ και τις ευφορίας και τις δραματικές παλίρροιες, της μουσικής κωμωδίας «Για ποιαν Ελένη », των Παπαθανασίου Ρέπα, που «διδάσκεται» για μια ακόμα χρονιά από την θεατρική σκηνή του Πολιτιστικού Συλλόγου «Απόλλων», σε σκηνοθεσία του κ. Γ. Πάχου.

Ωραίο έργο, ωραία παράσταση, που κατάφερε να δώσει «ρεύμα αισιοδοξίας» στην ψυχή μας, την στιγμή που συντελούνται γύρω μας τόσες καταστροφές. Δεν ξέρω ποια γνώμη έχουν οι ειδικοί που όλα τα ξέρουν κι αδέκαστα τα κρίνουν για την παράσταση, αλλά ένας απλός φίλος του θεάτρου, όπως η ασημότητα μου, δεν μπορεί παρά να συνενώσει και τα δικά του χειροκροτήματα στα αυθόρμητα χειροκροτήματα των εκατοντάδων θεατών που την παρακολούθησαν. Μια ευτυχισμένη σύνθεση, ένα θαυμάσιο σύγχρονο θεατρικό έργο, παρά την μυθολογική του βάση, ανατρεπτικό αρμονικά δεμένο με μια επιτυχημένη σκηνοθεσία, που απογειώνει την παράσταση. Τριάντα περίπου ηθοποιοί στην σκηνή συγκροτούν μονάδες ντουέτα, τρίο, σύνολα, χορωδίες, χορευτικές ομάδες, που εκτελούν με αφοσίωση το νόημα της παράστασης. Καθαρές μελωδίες ευάρεστες, που κινούσαν αυθόρμητα το σώμα των ηθοποιών να τραγουδήσουν και να χορέψουν.Ευφάνταστες χορογραφίες, με ακρίβεια, γούστο και ρυθμό. Σκηνικά, που υπηρετούσαν με συνέπεια την υπόσχεση των συγγραφέων για αθωότητα και παιδική αφέλεια. Φωτισμοί γεμάτοι οίστρο, που παιχνιδίζουν με τα σκηνικά που παραπέμπουν σε σχολική γιορτή.

Σκοπός μου σε αυτό το κείμενο δεν ήταν η κριτική μιας παράστασης, αλλά το είδος μιας παραγωγής και η ιστορία του και κυρίως η δυσκολία της αποδοχής του θεατρικού αυτού κειμένου. Και κυρίως είναι για να κατανοηθεί, πόσο σπουδαία είναι η επιτυχία αυτής της παράστασης, πόσο θαυμάσια αποδόθηκε η παρωδία του μύθου, και πόσο μυημένο και σπάνιο είναι το θεατρικό κοινό αυτό και το «πάρε δώσε» του, με τα μέλη του καταπληκτικού αυτού θιάσου.

Επιτρέψτε μου, όμως μια κάπως εκτεταμένη αναφορά στο ίδιο το έργο, γιατί, ακριβώς πιστεύω, ότι η ιδιαιτερότητά του είδους του και οι απαιτήσεις της παραγωγής του αισθητικές και τεχνικές ,αποτελούν την προστιθέμενη αξία στην συναρπαστική επιτυχία του τοπικού μας θιάσου και των συντελεστών του. Η παράσταση, «Ποιά Ελένη», σε κείμενα και σκηνοθεσία του ταλαντούχου θεατρικού διδύμου Παπαθανασίου- Ρέπα, είχε ανέβει γι α πρώτη φορά, το 2004, στην Σκηνή «Κοτοπούλη», του Εθνικού θεάτρου. Οι συγγραφείς, έγραψαν, μια θαυμάσια παρωδία του μύθου της απαγωγής της Ωραίας Ελένης και του Τρωικού πολέμου, που σηκώθηκε για να γυρίσει η Ελένη στην Σπάρτη. Πρόκειται για μια παρωδία ή παρατραγωδία, αριστοφανικού τύπου, από την οποία έλκει την απαρχή της η σύγχρονη, ελληνική παρωδία. Το δραματουργικό της υλικό η παρωδία το ψάχνει, όπως θα δούμε αρχικά και κυρίως στις ζουμερές ιστορίες του ολυμπιακού δωδεκάθεου, (ο μύθος της Ωραίας Ελένης, προσφέρεται για το μπέρδεμα ανθρώπινων τύπων και θεών με ανθρώπινα πάθη) κι αργότερα από τον 4ο αιώνα και ύστερα, θα στρέφει τα βέλη της σε επεξεργασμένους μύθους, με ιδιαίτερη προτίμηση στις δημοφιλείς τραγωδίες του Ευριπίδη.

Εδώ η παρωδία συναντά την παρατραγωδία, που είναι η παρωδία μιας τραγωδίας. Πρώτος διδάξας ο Αριστοφάνης μας άφησε έξοχες παρατραγωδίες. Κυρίως μιμείται τον Ευριπίδη παραποιώντας το ύφος και τη διάνοια ολόκληρων σκηνών των τραγωδιών του. Την Ευρυπίδεια Ελένη, παρώδησε, πως αναφέραμε ο Αριστοφάνης στις «Θεσμοφοριάζουσες». Στην κωμωδία του αυτή, υπάρχει η σκηνής της αναγνώρισης της «Ελένης» , όπου συναντιώνται η πραγματική Ελένη και ο περιπλανώμενος έως την Αίγυπτο γυρνώντας από την Τροία Μενέλαος. ’Ετσι ο δαιμόνιος κωμικός επινοεί, στις δικές του Θεσμοφοριάζουσες, μια παρωδία της σκηνής της αναγνώρισης της «Ελένης», όπου οι μισοί στίχοι απ΄τους διαλόγους είναι αυτούσιος Ευριπίδης. Μια τραγική στιγμή αναγνώρισης, αν παιχτεί με τον αέρα οπερέτας ή μια τρυφερή ερωτική σκηνή με τον στόμφο της όπερας, δημιουργεί ιλαρότητα και με τον αιφνιδιασμό της ανατροπής, εκτόνωση γέλιου. Πολύ συχνά στις μέρες μας η επιθεώρηση παρώδησε το σκηνοθετικό στυλ των παραδοσιακών παραστάσεων της Επιδαύρου ή τις μελοδραματικές σκηνές των ελληνικών σήριαλ. Δυστυχώς εκτός από κάποια ευτυχή νούμερα επιθεώρησης, χάρη στους μεγάλους εκείνους μίμους (έχετε δεί τον Μουστακα να παίζει Αμλετ), λίγοι νεώτεροι συγγραφείς καλλιέργησαν τα είδη αυτά. Για να μείνουμε στην Ευριπίδεια Ελένη και την Ελληνική δραματουργία, αναφέρω το φλύακα (παρωδία), του Βασίλη Ζιώγα , που δεν είναι μια παρωδιακή ξεκαρδιστική παρατραγωδία, με το χορό να αποτελείται από κάφρους, που ήταν και ο τίτλος του έργου.

Τα παραπάνω γράφονται για να δειχτεί ότι οι δαιμόνιοι συγγραφείς και η θαυμάσια παρωδία του μύθου της Ελένης και του Τρωικού πολέμου, δεν έπεσαν ξεκρέμαστοι από τον ουρανό, αλλά αποτελεί ιδιοφυή και γόνιμη συνέχεια ενδόξων προγόνων και γόνιμων ειδών. Επρόκειτο για μια μουσική κωμωδία, που αντλούσε το θέμα της, από το μυθολογικό κύκλο του τρωικού πολέμου. Η μορφή της μυθικής Ελένης αποτελεί τόσο για τους αρχαίους όσο και τους νεότερους λογοτέχνες ένα τραγικό πρόσωπο, μια πηγή έμπνευσής τους. Ο τρωικός πόλεμος και «η Ελένη» του ανήκουν στους μύθους της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας και ίσως αυτός να είναι ο λόγος της απόλυτης εξοικείωσης με τον πανάρχαιο μύθο, που πήρε διαστάσεις ιστορικής αλήθειας στην λαϊκή παράδοση και ταυτόχρονα έγινε παιγνίδι και θυμοσοφία και παράφραση στο στόμα πολλών. Υπήρξε άραγε ποτέ αυτή η γυναίκα με την καταστροφική ομορφιά, που προκάλεσε το μεγαλύτερο πόλεμο στη ιστορία; Kαθώς τα μοτίβα της τέχνης και της δραματουργίας εξελίσσονται, η Ομηρική απάντηση, δεν υπήρξε ποτέ αρκετή. Και οι περιπέτειες της Ελένης ξεκινούν με τον Στησίχορο, ένα αθυρόστομο ποιητή, που έχασε το φώς του, γιατί κατηγόρησε άδικα την Ελένη, και το ξαναβρήκε μόλις έγραψε τη λεγόμενη Παλινωδία του, όπου εξυμνούσε τα ηθικά χαρίσματα της Ελένης. Ο Ευρυπίδης, με την «’Ελένη» του βεβαιώνει: H Ελένη, ουδέποτε πήγε στην Τροία, μονάχα το φάντασμά της απήγαγε ο Πάρις και ο Τρωικός πόλεμος κατά τον διάσημο στίχο του Σεφέρη, έγινε για ένα «πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη». Με τέτοιο υλικό, οι συγγραφείς, είχαν στα χέρια τους, ένα δυνατό έρεισμα για να φτιάξουν, όχι απλά, μια νέα εκδοχή ,μια ανακαίνιση, αλλά μια παρωδία του μύθου. Άλλωστε για το ευφυές εύρημα και την θεμιτή προσέγγιση τους νομιμοποιούνται από την ίδια την ιστορία της λογοτεχνίας, με την οποία η παρωδία, είναι σχεδόν συνομήλικη συνιστά ένα νόμιμο, και όχι νόθο είδος της λογοτεχνίας.

Οι συγγραφείς της παράστασης, έχουν ξεκαθαρίσει ευθύς εξαρχής, ότι η λύση που θα δώσουν στον γόρδιο δεσμό, που επεφύλαξε η ελληνική γραμματεία για την Ελένη θα έχει οδηγητικό νήμα την παιδική αφέλεια. Φτιάχνουν, λοιπόν, την δική τους εκδοχή, του μύθου της απαγωγής της και του Τρωικού πολέμου, όπως την «ανέβασε η καρδιά τους», αρπάζοντας την από τα παλιοκαιρισμένα σχολικά βιβλία και την μεταφέρουν, στην επιφάνεια εργασίας του διαδραστικού πίνακα, μέσω του οποίου διαλέγονται με τους θεατές και την αφήνουν στο έλεος της αφηγηματικής ικανότητας μιας παλιομοδίτισσας δασκάλας, που ανοίγοντας την αυλαία, αναφέρεται στην πραγματική πρωταγωνίστρια του έργου, την άσχημη εξαδέλφη της Πευκίδα -λέγοντας, ότι οι έλληνες πιάνουν και βαπτίζουν τα κορίτσια τους με το όνομα της Ελένης. Αντίθετα παρατηρεί δεν θα ακούγονταν όμορφα το όνομα Πευκίδα Μενεγάκη, Πευκίδα Τσαλιγοπούλου, Πευκίδα Γλυκατζή Αρβελέρ.

Μετά τον Στησίχορο και τον Ευριπίδη, οι συγγραφείς έδωσαν την δική τους εκδοχή ισχυριζόμενοι, ότι τελικά ο Τρωικός πόλεμος δεν έγινε και πως η Ελένη δεν πήγε στην Τροία, ούτε στην Αίγυπτο, όπως διέδιδε ο Ευρυπίδης, ούτε σε καμμιά άλλη κοντινή Χώρα, ούτε πουθενά. Και πως η Ελένη, δεν ήταν ούτε καν ένα πουκάμισο αδειανό. Απλώς η Ήρα, εκνευρισμένη από την απόφαση του Πάρι, να επιλέξει την Αφροδίτη ως ωραιότερη ανάμεσα στην ίδια την Ήρα και την Αθηνά, αποφασίζει να τον εκδικηθεί και έτσι του τραβάει το χαλί την ώρα της αρπαγής. Χάρη στην μηχανορραφία της Ήρας, ο ευνοούμενος της Αφροδίτης Πάρις αντί να αρπάξει την Ελένη, αρπάζει την εξαδέλφη της Πευκίδα, που χάρη στην αόρατη παρέμβαση της Ήρας, βρίσκεται να ταξιδεύει προς την Τροία, κλεισμένη σε ένα μπαούλο. Σε μια καταπληκτική ντουμπλ-φας σκηνή, βλέπουμε την Πευκίδα, κάτι σαν από διασταύρωση, Ρένας Βλαχοπούλου και Σαπφώς Νοταρά, να τρώει σταφύλι σε ένα ανάκλιντρον μέσα στο μπαούλο ενώ ο Πάρις της χτυπάει απεγνωσμένα το μπαούλο, γεμάτος ερωτικό πάθος. Εν τω μεταξύ η Ελένη που έμεινε κατά λάθος στο παλάτι της, αντιμετώπιζε άλλα δεινά. Ο Μενέλαος (προφανώς ψεκασμένος από την Ήρα) την έβλεπε άσχημη και νόμιζε πως ήταν η ξαδέλφη της Πευκίδα,που ενώ ήταν χονδρή και άσχημη, όχι μόνο αντικατέστησε την καλλονή Ελένη στο ταξίδι στην Τροία, αλλά προφανώς ύστερα από μια θαυματουργή επέμβαση (πάλι στον ψεκασμό πάει ο νους μας) κάποιων θεών του Ολύμπου, οι πάντες την έβλεπαν ως ουρί του Παραδείσου. Η μυθική Τροία μετατρέπεται χάρη στην σεξουαλική πληθωρικότητα της Πευκίδας σε χώρα του SAFE –SEX,οι μυθικοί ήρωες της Τροίας, με πρωτοπόρο τον Έκτορα, αντί να πέφτουν στα πεδία των μαχών πέφτουν στα φλογερά δίκτυα της ψεύτικης Ωραίας Ελένης, ενώ οι απατημένες σύζυγοι προσπαθούν αμήχανες να συνειδητοποιήσουν την κατάσταση. Τα δάνεια από τον ελληνικό κινηματογράφο συνεχίζονται.Έτσι το κοινό αφηνιάζει, αντιδρώντας με απροσποίητη ευθυμία, όταν οι Αχαιοί, ετοιμάζονται να σαλπάρουν, από την Αυλίδα για την Τροία να φέρουν πίσω την Ελένη, η ίδια μεταμφιεσμένη σε ναύτη Κωστάκη, δέχεται τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις του αρρενωπό Αχιλλέα-σε μια σκηνή που επεδίωξε το συσχετισμό με την πασίγνωστη σκηνή της θρυλικής ταινίας η Αλίκη στο Ναυτικό. Είναι προφανές ότι μέσα από ένα τέτοιο «στόρυ», δεν μπορείς να περιμένεις λογικές εξηγήσεις, όπως και ότι δρόμοι , που ακολουθεί η πέννα των συγγραφέων , κόβει δρόμο, προς την παρωδία, λοξοδρομώντας απ΄ την γραμμή που χάραξε το μελάνι που είχαν βυθίσει την κάλαμο του, ο Ευριπίδης και ο Στησίχορος. Το συγγραφικό δίδυμο έχει μπει στην περιπέτεια της συγγραφής μιας παρωδίας και μάλιστα Αριστοφανικού τύπου. Όμως ενώ η παρωδία, κορυφώνεται, παρεισφρύει ένα, όχι απλά σοβαρό αλλά τραγικό μακροβούτι, στο μεταφρασμένο κείμενο από τις Τρωάδες του Ευρυπίδη, που σαν πνοή ανεμοστρόβιλου σαρώνει κάθε ίχνος ιλαρότητας και δημιουργεί ανείπωτη συγκίνηση. Προσωπικά, συνειδητοποίησα την παρεμβολή αυτής της Ιερεμιάδας, με την σπαραχτική Εκάβη την Κασσάνδρα και τις γυναίκες της Τροίας, όταν το κοινό δεν μπορεί να κρατηθεί απ΄ τα γέλια, σαν μια προφητική σφήνα του έργου, που παίχτηκε το ευτυχές έτος 2004, με τους έλληνες ναρκωμένους από τις εφήμερες δάφνες , που σαρώναμε παντού, χωρίς να μπορούμε να αντιληφθούμε, έστω και κατελάχιστο τι θα μας περίμενε. Κι όμως ο Τιτανικός βούλιαζε. …Και μείς, πελαγώναμε θριαμβολογώντας με χάρτινες δάφνες. Η εισβολή των Τροικανων , ήταν πλέον προ των θυρών. Όμως η παρωδία άρχισε να λοξοδρομεί επικίνδυνα, πάει να μπατάρει, οι συγγραφείς πρέπει να ξαναβρούν και κυρίως να δώσουν διεξόδους. Οι Αχαιοί φθάνουν στην Τροία, αλλά το κακό δεν γενικεύεται, χάρη στην ειρηνοποιό δράση της Πευκίδας… Ο μόνος ,που πέφτει ένδοξα στο πεδίο της τιμής είναι ο Πάτροκλος αλλά αξιώνεται να δεχτεί ένα φιλί του Αχιλλέα τύπου Παπακαλιάτη και οι ζημίες, περιορίζονται εδώ .Ιεροσυλία; Μην ξεχνάμε ότι η παρωδία έχει βάλει στόχαστρό της, την πολεμική φρίκη και η διακωμώδηση είναι ανηλεής. Άλλωστε, το θεατρόφιλο κοινό της Σύρας δεν το τσίμπησε ποτέ η μυίγα του πουριτανισμού. Ο θίασος της Κυβέλης, θάμπωσε στις αρχές του περασμένου αιώνα τους Ερμουπολίτες διδάσκοντας Αριστοφάνη, χάρη και στην μετάφραση του Πολ. Δημητρακόπουλου, που ήταν εξαιρετικά «καπάτσος» στην διαχείριση των σεξιστικών υπερβολών, του αρχαίου κωμικού. Ο Τρωικός πόλεμος δεν γίνεται και το χάπυ έντ, ολοκληρώνεται με την μεταμόρφωση της Πευκίδας σε πεύκο, (και η Θυμαρίδα θυμάρι) και ακούμε πως οι Έλληνες θα παράγουν με τα δάκρυά της ρετσίνα, γλεντώντας στον ίσκιο της είναι ρομαντικό και συγκινητικό.

Χωρίς αμφιβολία, η παρωδία είναι απαιτητικό είδος. Πρέπει να βρεις το κουμπί, να το εξογκώσεις, να το αδειάσεις από περιττά, να το γυμνώσεις και να το δείξεις αμήχανο και εκτεθειμένο. Προσοχή μια τέτοια συγγραφική απόπειρα, καθόλου απλή δεν είναι. Αντίθετα, η δομή της παρωδίας είναι τέτοια, που διαδρομή από την επιτυχία ως την επιτυχία κρέμεται από λεπτή κλωστή. Δεν απαιτεί μόνο συγγραφική μαστοριά, αλλά και μια «προσληπτική επάρκεια» του κοινού, που πρέπει να γνωρίζει το θέμα, που αποτελεί την πηγή της τραγωδίας και βρίσκεται στο στόχαστρό της και συνάμα να αναχαιτίζει, την στερεότυπη εντύπωση που έχει ο θεατής προσανατολίζοντάς τον προς την κατεύθυνση του ανηλεούς αναποδογυρίσματος του έργου κάτω από το –γεμάτο εκπλήξεις και παιχνίδια με τις σκιές— φως της διακωμώδησης. Όπως κάθε παρωδία, το έργο αυτό αυθαιρετεί, κάνει άλματα, αλλοιώνει θεμελιώδη μοτίβα της παράδοσης και υπονομεύει με οίστρο το τραγικό και το επικό ήθος. «Eκ των πραγμάτων ,» όπως εξηγεί, ο κριτικός Κ. Γεωργουσόπουλος, «όταν αναποδογυρίζεται , ανασκολοπίζεται και διακωμωδείται ένα σοβαρό και διάσημο έργο παιδείας ελλοχεύει το κιτς. Αλλά ας μην λησμονούμε πως του κιτς ή μάννα, είναι ο Αριστοφάνης.» Ποιός έχει τα κότσια, λοιπόν, να κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά του αρχαίου κωμικού; Η διαφορά με το αντιαισθητικό κιτς είναι πως το παρωδιακό κίτς αναφέρεται στο περιεχόμενο, ενώ το εμπορικό φτηνό και πρόστυχο κιτς και στην μορφή. Είναι η διαφορά, ανάμεσα στην γνήσια λογοτεχνία και την ροζ τέχνη, όπως και ανάμεσα στην ερωτική τέχνη και την πορνογραφία ή στην ηθική και την ηθικολογία.

Δεν είναι τυχαίο πως η σπουδαία αυτή παράσταση, που ανέβηκε από το Εθνικό με τεράστια εισπρακτική επιτυχία αντιμετώπισε ένα καταιγισμό αρνητικών κριτικών, με ελάχιστες φωτεινές αλλά και πειστικές εξαιρέσεις, όπως αυτή του γνωστού κ. Γεωργουσόπουλου. Όπως δεν είναι τυχαίο, πως η νεοελληνική παρωδία, πολύ λίγα έργα μας έχει αφήσει. Δεν είναι πρώτη φορά που μια εγχώρια συγγραφική απόπειρα παρωδία της αρχαίας μυθολογίας αντιμετωπίζει τα φλογερά πυρά της θεατρικής κριτικής. Τα πράγματα δεν ήταν ποτέ ρόδινα για τους παρωδιογράφους, οι συνθήκες για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δεν ευνοϊκές για την άνθηση της παρωδίας των αρχαίων ελληνικών μύθων. Εάν στα Λήναια του 405 ο Αριστοφάνης με τους Βατράχους και ο Φρύνιχος με τις Μούσες κέρδιζαν το α΄ και το β΄ βραβείο διακωμωδόντας τραγικά κείμενα, τα πράγματα δεν ήταν πάντα τόσο εύκολα και ρόδινα για τους Νεοέλληνες ομοτέχνους τους.Αυτός είναι και ο λόγος που οι παρωδίες αρχαίων μύθων είναι μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού και οι παρωδιογράφοι ελάχιστοι, με φωτεινή ποσοτική και ποιοτική εξαίρεση τον ανεπανάληπτο ΜΠΟΣΤ, που πιάνοντας το σφυγμό του θεατρικού κοινού, έδωσε παρωδίες όλων των λογοτεχνικών ειδών. Μόνο στις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου, το ελληνικό κοινό, φαίνεται, να αλλάζει στάση απέναντι στην παρωδία, χάρη την καλλιέργεια της αισθητικής και ιδεολογικής «ανοχής» του –ειδικά από τη μεταπολιτευτική περίοδο και εξής— απέναντι στο «αλλόκοτο», το «ανατρεπτικό» και το «βλάσφημο». Μοιάζει εν ολίγοις πιο πρόθυμο να κατανοήσει, την θεμιτή διαστρέβλωση των μύθων, τα άλματα της διακωμώδησης, την ακραία αθυροστομία . Η παρωδία είναι από την φύση του φιλολογικός λαϊκισμός, και η αποδοχή της βρίσκεται ήδη στην ίδια την ψυχική διάθεση του κοινού να διακωμωδήσει, ένα επιφανή, συγγραφέα, πολιτικό, αλλά και να σατιρίσει ένα κείμενο, που δεν μπορεί να προσεγγίσει. Με μια έννοια η παρωδία είναι υψηλής στάθμης επικοινωνία ανάμεσα σε διάσημα κείμενα διαφορετικού ύφους. Είναι γνωστό ότι, όπως ο μέσος άνθρωπος είναι αυτός που μυθοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις αλλά και αυτός που τραβάει την σκάλα ή το χαλί και ευχαριστιέται να γκρεμοτσακίζονται οι θρύλοι, οι μύθοι, οι προβεβλημένες προσωπικότητες. Η παράσταση των Παπαθανασίου- Ρέπα, έβαλε στο στόχαστρό της την εκμετάλλευση του ζουμερού μύθου της Ελένης, από ορατές και αόρατες σκοπιμότητες, την απήλλαξε λόγω της αφέλειας της, σαρκάζοντας την αναγκαιότητα των πολέμων και της φρίκης που προκαλούν και φιλοσοφώντας ανέμελα για την σχετικότητα της ομορφιάς. Τελικά κατάφεραν να γράψουν μια εύπεπτη και «λαϊκή» παρωδία, που στην ουσία αποτελεί μια μορφής ζωτικής ανακύκλωσης της τέχνης διαχρονικά, δυναμώνοντας την μέσα από την ίδια της την θεμιτή λογοτεχνική διαστρέβλωση και παράλληλα δοκιμάζοντας και αναβαθμίζοντας γενναιόδωρα το θεατρικό αισθητήριο, την προσληπτική «επάρκεια» του κοινού έχοντας σφυγμομετρήσει το επίπεδο και τις αντοχές του.

Δώδεκα χρόνια μετά η παράσταση αυτή θα δικαιωθεί, όχι μόνο από το κοινό που κατέκλυσε την αίθουσα Κοτοπούλη ,του Εθνικού θεάτρου, αλλά και την επιστημονική θεατρική κριτική . Έτσι , οι παρωδίες αρχαίων μύθων, απέδειξαν πως και μ’ αυτή την αιωνόβια μορφή μπορεί ακόμη να γοητεύουν το σύγχρονο ελληνικό κοινό, το οποίο πρόθυμα προσυπογράφει την επιβίωση της «μυθο-παρωδίας», τροφοδοτώντας δύο απανωτές χρονιές (2004-2005) τις παραστάσεις τού Ποια Ελένη των Μιχάλη Ρέππα-Θανάση Παπαθανασίου στη Σκηνή Κοτοπούλη-Ρεξ του Εθνικού Θεάτρου.

Και κάπως έτσι θα περάσει στην θεατρική μας Ιστορία μας Ιστορία. Που επίσης θα έχει να θυμάται πως το ίδιο έργο, ως θεατρικό κείμενο φυσικά, διότι η καλλιτεχνικά άψογη σε όλα επίπεδα παραγωγή του μπορεί να συγκριθεί με τα αστρονομικά ποσά που δαπανήθηκαν για την παράσταση του Εθνικού διδάχτηκε δέκα χρόνια μετά στον θρυλικό Απόλλωνα και αποθεώθηκε. Είπαμε μιαν εμπνευσμένη και ευρηματική σκηνοθεσία του κ. Πάχου με ρυθμό και νεύρο, κομμένη και ραμμένη στις απαιτήσεις της παράστασης, στις τεχνικές δυνατότητες του θεάτρου και εξαιρετική σε ότι αφορά την καθοδήγηση των ηθοποιών. Ειδικά, η επιλογή του κ.Μ.Ζουλουφού, στον κεντρικό γυναικείο ρόλο της Πευκίδας, ήταν ευφιέστατη. Ήταν ένας ρόλος που του «ταίριαζε κουτί». Η δασκάλα και η Πευκίδα, ερμηνευμένες από τον κ. Ζουλουφό, είχαν μέτρο και εσωτερικότητα. Ο κ. Ζουλουφός, ένας αληθινός υποκριτικός χείμαρρος, έδειξε πως μπορεί να είναι και κωμικός και δραματικός, αλλά και συγκινητικός μαζί, χωρίς να καταφεύγει στην υπερβολή. Όλος ο θίασος έδειξε ότι αφομοίωσε καταπληκτικά το έργο, οι ηθοποιοί, διέθεταν παρουσία κύρους κέντησαν πάνω στους ρόλους που ενδύθηκαν, έδειξαν καταπληκτική δεξιοτεχνία στο μιούζικαλ .Πανέξυπνο το τρυκ, με τον βουβό μα αεικίνητο «Έρωτα». Γενικά ακούσαμε υπέροχες φωνές, απολαύσαμε έξοχη θεατρική κίνηση και θαυμάσαμε ονειρικές υποκριτικές αποδόσεις. Το γυναικείο τρίο των Θεών μάγεψε επίσης. Η Ήρα έλαμπε, μέσα από την εξυπνάδα και την τεχνική της. Η Αφροδίτη, απόλυτα εναρμονισμένη στην επιθεωρησιακή υφή του έργου και από κοντά η Αθηνά με την γλυκόπικρη σοφιστικέ σπιρτάδα της θιγμένης γεροντοκόρης, συμπληρώνουν το τρίο των θεών, που παρά τις κόντρες τους και τα χτυπήματα κάτω από το τραπέζι κάνουν το κοινό να ξεκαρδίζεται άμα τη εμφανίσει τους. Οι θνητές πάλι, η μια καλύτερη από την άλλη. Η Ωραία Ελένη, πότε αθώα παιδούλα στα χέρια των θεών, πότε να αυτοσαρκάζεται, άφηνε μέσα από την γλυκιά, κυματιστή ερμηνεία , την αυτήν αίσθηση της παιδικής αφέλειας που την προίκιζε η έμπνευση των συγγραφέων. Αυτή η απροσποίητη αφέλεια πλημμυρίζει όλη την δομή του έργου και απαντά στο ερώτημα που ταλανίζει αιώνες την ανθρωπότητα. Η ομορφιά δεν μπορεί να προκαλεί πολέμους. Η Θυμαρίς, θυμίζει τις πρόσχαρες υπηρέτριες του ασπρόμαυρου κινηματογράφου στις πιο καλές τους στιγμές. Η Ανδρομάχη με την στέρεη παρουσία της, η Εκάβη με την επιβλητική αρχοντιά της, αλλά κυρίως με κείνη την ανεπανάληπτα σπαραχτική φωνή της μας και η Κασσάνδρα με τα εντυπωσιακά μαύρα και την ανατριχιαστική προφητεία της, υλοποιούν απόλυτα την επιφοίτηση των συγγραφέων, να χωρέσουν μια απόλυτα δραματική παρέκβαση , την ώρα που η ευφορία και το χιούμορ είχαν φτάσει στο ζενίθ. Κλείνω , με τις ανδρικές παρουσίες, ήταν αρχαιοπρεπέστατοι, λιτοί, με άνεση και υποκριτική δεινότητα και απέδωσαν εκπληκτικά τις πανέξυπνες ατάκες. Το πόσο ταλαντούχοι, είναι φάνηκαν, στις στιγμές, όπου η διαστροφή του αρχαίου μύθου ήταν ισοπεδωτική. Πχ τη στιγμή που Αχιλλέας , σκύβει πάνω από το κουφάρι του Πάτροκλου και τον φιλά. Αυτή είναι η μαγεία της παρωδίας . H κορυφαία στιγμή της Ιλιάδας, που προκαλεί πόνο κλάμα, διαστρέφεται ανηλεώς, προκαλώντας γέλιο. Στο βάθος ο θεατής χλευάζει τον πόλεμο και τα δεινά του. Θα σταθώ σε ένα σημείο κλειδί. Που θεωρώ, ότι, τελικά είναι κομβικό για την επιτυχία μιας παράστασης. Στην εξαίσια συνωμοτική σχέση μεταξύ σκηνής και πλατείας. Αυτό «πάρε-δώσε» μεταξύ της σκηνής και της πλατείας, που είναι πραγματικά ανεπανάληπτη στη Σύρο και επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά με την παράσταση αυτή, όπου το κοινό, έπρεπε να αφομοιώνει τα άλματα και τις αναπάντεχες ανατροπές του έργου, είναι εντυπωσιακό. Υπογραμμίζει το οξύ θεατρικό αισθητήριο των Συριανών. Θυμίζει πως η πόλη αυτή από τα πρώτα χρόνια της Ιδρυσής της,με περισσή στοργή και αγάπη τα πρώτα δειλά βήματα του νεοελληνικού θεάτρου. Ταυτόχρονα βεβαιώνει ότι η παρατεταμένη πρωτοκαθεδρία της Σύρου στο θεατρικό πολιτισμό του νέου κράτους, δεν ήταν τυχαία ενώ φανερώνει και τις βαθιές ρίζες του ευρωκεντρικού πολιτισμού της. Το θέατρο κυκλοφορεί στις φλέβες των Συριανών, όπως το αίμα στις αρτηρίες τους. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο που ένα κοινό που ήξερε, που καταλάβαινε, που μέσα σε αυτό γαλουχήθηκε μπόρεσε να περάσει σε δυσκολότερα είδη θεάτρου, όπως είναι η πρόζα και το θέατρο και σήμερα έχει μια τέτοια «επάρκεια πρόσληψης, ώστε να αποδεχτεί και να προσυπογράψει, χωρίς κόμπλεξ,τέτοια θεατρικά κείμενα,όπως οι παρωδίες αρχαίων μύθων.

Τις ώρες που γράφονται οι γραμμές αυτές ζούμε μέρες μυρωμένες με τη νοσταλγία της ιστορίας, καθώς η Ερμούπολη, το πιο ακριβό πετράδι στο περιδέραιο των θαλασσοδαρμένων Κυκλάδων, περνάει την πλατιά στροφή, του χρόνου για να συμπληρώσει δύο αιώνες αφότου «χτύπησε» την πόρτα της ιστορίας. Αναρωτιέμαι συχνά αν η πόλη και οι άνθρωποι της, έχουν περισώσει στο συλλογικό τους ήθος ,έστω και «ως ωραία ερείπια», κάτι περισσότερο απ΄ την αρχιτεκτονική κληρονομιά της χαμένης εκείνης τάξης. Αν βρίσκω κάτι, είναι πως ακόμα και μετά την απόσυρση του οικονομικού υπόβαθρου, η πολιτιστική στάθμη των Συριανών, τραυματίστηκε, αλλά δεν γονάτισε στον επαρχιωτισμό. Μάρτυρας γι αυτό, η αγάπη για το θέατρο, που βρίσκεται στο DNA, των πρώτων οικιστών. Δεν ξέρω άλλη προσφυγούπολη ιστορικά, που οι περιηγητές της, δίπλα στα άθλια χαμόσπιτα να μαρτυρούν την λειτουργία θεάτρου και την ύπαρξη θεατρικής ζωής. Σπουδαία τα κείμενα έγραψαν για την γέννηση της Ερμούπολης κι ο Πρόστεν και ο Γκιωτιέ και ο Δουμάς κι αργότερα ο Άντερσεν, αλλά ο πιο αυθεντικός είναι Μπαζίλι. Ποιός είναι αυτός ο Μπαζίλι, που ζωγραφίζει τη αυγή του νεοελληνικού κράτους, που είναι συνομήλικο με την Ερμούπολη. Γραμματέας του Ρώσου Ναυάρχου Ρίκορντ, την εποχή του Καποδίστρια, δίνει με το ιστορικό του ντοκουμέντο την αγωνία του ελληνικού κράτους να σηκώσει κεφάλι και να δηλώσει την παρουσία του στα έθνη του κόσμου. Ο Μπαζίλι θα βρεθεί στην Σύρα του 1827, μάρτυρας της δυστυχίας της προσφυγιάς που την κατακλύζει και δίνει μια συναρπαστική αφήγηση της ζωής των προσφύγων, η Ερμούπολη έχει θέατρο. Είναι ένα τεράστιο παραμελημένο μονόροφο χωρισμένο σε σκηνή και πλατεία, που τη θέση του θεωρείου την κατέχει ένα ξύλινο υπερώο για το ωραίο φύλλο. Εδώ θα δείτε τον ποιμένα των λαών τον Αγαμέμνονα με χάρτινη περικεφαλαία και θα ακούσετε την βραχνή μπάσα φωνής της τρυφερής Αντιγόνης, το ρόλο της οποίας παίζει κάποιος ερασιτέχνης, επειδή οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να εμφανίζονται στην σκηνή.Η ορχήστρα, αν και μπορεί να αποτελείται, από επαγγελματίες μουσικούς απογόνους του Ορφέα, ασφαλώς βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου με την θεά της αρμονίας. Τα γούστα του Διευθυντή του Θεάτρου είναι περίεργα αντί να διασκεδάζει τους πρόθυμους θεατές με χαρούμενες κωμωδίες και φάρσες της μόδας, ους υποχρεώνει να παρακολουθούν έργα του αισθηματικού Metastasio και του τραγικού Alfieri . Οι θεατές, όμως, χωρίς να φοβηθούν την αυστηρή Μελπομένη και το μαχαίρι της το ζωγραφισμένο σαν μπαστούνι στην αυλαία , γελούν καλόκαρδα, όταν ο προσποιητός κομπασμός των φωνακλάδων ηθοποιών αποτελεί τόσο χτυπητή αντίθεση με τις ενδυμασίες τους και τα σκηνικά. Το θέατρο της Σύρου είναι ασφαλώς ένα απαίσιο έμβρυο, αλλά ποιος ξέρει μπορούν κάποτε να γεννηθούν νέοι Σοφοκλείς. Ο ουρανός που ενέπνευσε τα μεγάλα έργα είναι ο ίδιος, οι ικανότητες οι ίδιες. «‘Έχω την εντύπωση ότι ένα υπόστρωμα της ψυχικής και πνευματικής ετοιμότητας μπροστά στην μεγάλη αλλαγή , που έφερε ο αγώνας της Ανεξαρτησίας, φανερώνεται μέσα από το θεατρικό ενδιαφέρον των πρώτων οικιστών της Ερμούπολης και αυτή ακριβώς την ετοιμότητα, μπορούμε να την παρακολουθήσουμε ζωντανή στην πόλη ολόκληρο το 19 ο αιώνα και από κεί με ποικίλες μορφές ως σήμερα.», σημειώνει ο ιστορικός Β. Παναγιωτόπουλος, προλογίζοντας την έκδοση των πρακτικών του συμποσίου «Για την Μαρίκα Κοτοπούλη και το Θέατρο Ερμούπολη.»

Όπως, σωστά έχει γραφεί τα θέατρα, οι θίασοι, οι σύλλογοι, αποτελούν πρόσωπα της ιστορίας του τόπου, διπλά σε άλλες κοινωνικές κατηγορίες, όπως η οικογένεια, η κοινότητα, τα επαγγελματικά συνάφια κλπ. Στην Ερμούπολη η θεατρική ζωή την συνοδεύει από την γέννησή της. Από τότε λοιπόν από τις πρώτες ανάσες της πόλης, αρχίζει ο οργασμός της Ερμούπολης και του Θεάτρου. Αυτή η αγάπη των ανέστιων ακόμα προσφύγων , σαν διάσταση πολιτισμού, γίνεται αναγνώσιμη λίγο αργότερα, όταν η Ερμούπολη, εξελίσσεται σε Σταυροδρόμι της Ανατολής. Πολύ πριν από την Ίδρυση του Απόλλωνα, παρήλασαν στην Ερμούπολη, πολλοί ελληνικοί και ιταλικοί θίασοι. Αυτή η θεατρική θητεία (από την άποψη του θεατή) δημιούργησε ένα έμπειρο κοινό με οξύ θεατρικό κριτήριο. Όπως όλες οι μεγάλες Ευρωπαϊκές πόλεις η Ερμούπολη δεν άργησε να αποκτήσει θέατρο, με προδιαγραφές όπερας. Τον Οκτώβριο του 1864 έγιναν στην Ερμούπολη τα εγκαίνια του Θεάτρου «Απόλλων». Σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Σαμπό, υπερτερούσε «όλων των εν Ανατολή θεάτρων και ιδίως των Αθηνών, Σμύρνης, Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας». Στα χρόνια της ακμής της Ερμούπολης, το μελόδραμα είχε εξαφανίσει όλα τα άλλα θεατρικά είδη. Το θέατρο, ήταν συνώνυμο με το μελόδραμα. Το μελόδραμα αποτελεί ένα συστατικό στοιχείο της κοινωνικής ζωής των αστών και άρα της εμπορικής κοινωνίας της Σύρου. Δεν τυχαίο πως το τέλος του μελοδράματος, συμπίπτει με την κρίση της Βιομηχανικής και Εμπορικής Ερμούπολης. Αλλά ειδικά στο Συριανό θέατρο, δεν υπήρξαν ταξικές διακρίσεις. Και αυτό γιατί καμιά από τις κοινωνικές τάξεις δεν αποκλειόνταν από τις παραστάσεις. Ο αείμνηστος Δ.Κρίνος έγραψε πως στη Σύρο, και οι «βαστάζοι του λιμανιού τραγουδούσαν όπερες». Όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι την εμφάνιση του κινηματογράφου ο Απόλλων, υπήρξε για τους Συριανούς το πολιτιστικό πρότυπο: στη γλώσσα, στο ντύσιμο, στις ιδέες , στα παιδικά παιγνίδια. Δεν νομίζω να ότι υπάρχει καλύτερη απόδειξη γι αυτό από την εικόνα της αστής ηρωίδας του Ροίδη, που κοιτάζοντας την θάλασσα ψιθυρίζει την καβατίνα «Ερνάνη, Έρνάνη, κλέψε με». Είμαστε στα 1894 , τριάντα χρόνια μετά την λειτουργία του Απόλλωνα, όταν δημοσιεύεται το διήγημα «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» του Ροίδη και μέχρι τότε οι Συριανοί έχουν δεί δεκάδες φορές στην σκηνή του θεάτρου τους, την άδοξη ερωτική ιστορία του Ερνάνη και της Ελβίρας.

Ο 20ος αιώνας, παρά τις τελευταίες αναλαμπές του μελοδράματος, θα σημάνει την άφιξη στην Σύρο των πιο λαμπρών βασικοί θιάσων, που επισκέπτονται την Ερμούπολη, με πλούσιο ρεπερτόριο ο καθένας, εκφράζανε ότι ποιοτικότερο διέθετε το τότε καθιερωμένο νεοελληνικό θέατρο. Συναρπαστικές παραστάσεις, όλη η αφρόκρεμα του αθηναικού θεατρικού προσωπικού επί σκηνής. Η μυθική Παρασκευοπούλου, που θα δεσπόσει στα τέλη του 19ου αιώνα θα εμφανιστεί για τελευταία φορά την Σύρο, το 1913, αφήνοντας να διεκδικήσουν το θρόνο της, η αιώνες αντίζηλες Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη. Η Θεατρική Πρωτοκαθεδρία της Σύρου, θα διαρκέσει και μετά την πτώση του οικονομικού της υπόβαθρου και την συνειδητοποίησή της από την Συριανή κοινωνία. Ο καιρός των Χρυσανθέμων ήλθε αργά για το Συριανό θέατρο, αλλά ήλθε. Από 1953, ως το 1998, ο θρυλικός Απόλλων θα ερημώσει. Η Σύρα βιώνει εφιαλτικά την δεκαετία του 1940-50 και βγαίνει βαθιά τραυματισμένη από αυτή. Με κλειστό τον Απόλλωνα η μεταχείριση, που της επέβαλε πέτρινα εκείνα χρόνια το ελληνικό θέατρο είναι θλιβερή. Είτε με την απουσία του είτε με τις ταπεινωτικές αρπαχτές του με την οποία την προσβάλλουν ακόμα και σήμερα και κάποια από τα εν ισχύει πρώτα ονόματα ή ζωντανούς του θρύλους Όμως τα πένθη δεν φαίνεται να ταιριάζουν στην Θεατρική Σύρα, που πιστή στην παράδοσή της, διεκδίκησε δυναμικά μαζί με το δικαίωμα της στο ψωμί και την επιβίωσή της, ιδιαίτερα στους χαλεπούς για το Νεώριο καιρούς με το ίδιο, λογισμό και όνειρο, αλλά και πάθος συνάμα, το μερίδιο της στο πολιτισμό, που σε ένα βαθμό ήταν ταυτόσημο με την Ανακαίνιση του Απόλλωνα. Και το πέτυχε. Η αυλαία του Απόλλωνα, παρά τις μεμψιμοιρίες ,τους παραλογισμούς και τις προτάσεις των ειδημόνων και μη , ξανάνοιξε πανηγυρικά, «αφού ανεκαινίσθη ως αετού η νεότης του».

Από μια παραξενιά της ζωής μέσα στις οδυνηρές συνθήκες της στέρησης του θεάτρο τους, το πάθος για την θεατρική δράση δεν υποχώρησε, αλλά φούντωσε και έδωσε δυνατούς καρπούς .Τα τελευταία σαράντα χρόνια, δυνάμωσε το πολιτιστικό Κίνημα στην Σύρο, γεννήθηκαν σπουδαίοι σύλλογοι, χτίσθηκαν θαυμάσιες θεατρικές ομάδες και θίασοι, απολαύσαμε συναρπαστικές παραστάσεις. Το θεατρικό κοινό έγινε ακόμα πιο καλαίσθητο και πιο ποιοτικό. Η σχέση πλατείας και σκηνής, εξελίχτηκε σε μια αληθινή μυσταγωγία. Πολλοί λένε πως το θέατρο δεν το κάνει μόνο η σκηνή αλλά και η πλατεία. Και κλείνοντας τολμώ να πω με αφορμή και την καταπληκτική παράσταση, που μας πρόσφερε ο θίασος του Απόλλωνα, πως, αν πρώτη θεατρική περίοδος ακμής δημιούργησε το καταπληκτικό αυτό θέατρο, με τους πολυελαίους, τα βελούδινα καθίσματα, τις οροφογραφίες, αυτή η Δεύτερη περίοδος που ξεκινά το 1998, με την επαναλειτουργία του, έδωσε σπουδαίους θιάσους, που δυστυχώς δεν διέθετε η Σύρα, παρά το γεγονός ότι στα χρόνια της θεατρικής ακμής εκείνα, ρίζωσαν πλούσια κοιτάσματα θεατρικής δημιουργικότητας και φιλοδοξίας και χάρισε, στην νεοελληνική σκηνή μια σεβαστή ομάδα καλλιτεχνών με πλούσια ενδιαφέροντα και επιτεύγματα. Ελπίδα Χαλκιοπούλου, Νικόλαος Κυριακός, Αθανάσιος Μαρίκος, Κομνηνός Λουλουδάκης και φυσικά η πρωταγωνίστρια Ελένη Αυγερινού, που πλαισίωνε τις παραστάσεις της με διαλέξεις για την ιστορία του θεατρου.Για να προσθέσουμε φυσικά και τον ωραίο Αριστείδη Δαμαλά, γυιο του Δημάρχου της Ερμούπολης , που ξετρέλανε την Σάρα Μπερνάρ, που όχι μόνο, που όχι μόνο να τον παντρευτεί, αλλά να τον εγκαταστήσει συμπρωταγωνιστή της στην παρισινή σκηνή καθώς και τον Δημήτριο Μαριδάκη (Μαρεντίκ), που θεωρείται πρωτοστάτης στη εδραίωση του κουκλοθεάτρου και του βαριετέ στην Ελλάδα. Υπήρχαν εξαίρετοι Συριανοί θιασάρχες, όπως ο Δημοσθένης Αλεξιάδης , αλλά όχι οργανωμένοι τοπική θίασοι. Η σημερινή θεατρική Σύρα «τα έχει όλα». Λαμπρό θέατρο, θεατρική παράδοση, θαυμάσιο κοινό, υπέροχους θιάσους. Και κυρίως έχει κατακτήσει μια συνωμοτική σχέση κοινού και σκηνής. Τις μέρες της ιστορικής νοσταλγίας που ζούμε , αυτές οι ωραίες παραστάσεις είναι σαν να καίνε μια σταλιά λιβάνι σε κείνους, που έχτισαν το μεγαλόπρεπο θέατρο και εδραίωσαν την θεατρική ζωή της πόλης. Σε κείνους που σαν αστροναύτες πέρασαν κάποτε από δω, δούλεψαν, οικοδόμησαν, δημιούργησαν και ξαναγύρισαν στα δικά τους τα αστέρια. «Είναι η ελάχιστη τιμή σε κείνους τους ρομαντικούς βασανισμένους Συριανούς ερασιτέχνες, που υπογράφανε σε κείνους τους τραγικούς καιρούς, την μοιραία και οριακή φράση, ότι « το θέατρο είναι σχολείον ηθικής», όπως τονίζει, ο ποιητής της Ερμούπολης Μάνος Ελευθερίου.