Γνώμες

«Παναγία Τήνου” ... Η Ελλάς»

Γνώμες 05/05/2016 10:40
«Παναγία Τήνου” ... Η Ελλάς»

Μπροστά στα μάτια μας, με τον πιο παραστατικό τρόπο, ξεδιπλώνεται το “tableau vivant” στο οποίο πρωταγωνιστούμε.

Το “Παναγία Τήνου” έγειρε, το “Παναγία Τήνου” βυθίζεται, βουλιάζει.

Ναυπηγήθηκε δεκαετίες πίσω. Το είδαμε καινούργιο, μας

γυάλισε, αγαπούσαμε και τα ταξίδια και, ώπ!, επιβιβαστήκαμε. Όλοι μας!

Τσάμπα τα δρομολόγια, έτσι τα νομίσαμε στην αρχή.

Και το νεότευκτον έλυσε κάβους και ξεκίνησε την πλεύση του.

Μιά πλεύση αδιάκοπη, χωρίς διαλείμματα, ρεπό κι ανάπαυλες.

Εμείς, μέσα! Εκεί! Να τρώμε τα τοστ και τα τσιπτσάκια, και να πίνουμε τη μιά καφεδιά πίσω απ την άλλη. Μας άρεσε. Σε λιμάνι δε λέγαμε να κατεβούμε. Μήτε ρότα και πλοίο ν αλλάξουμε. Ρεμπελιό κι αμπελοφιλοσοφία. Ψωνίζαμε κι απ τα τότε “duty free” στο μαγαζάκι του, κι αργότερα βγάζαμε και τις πιστωτικές μας κι αγοράζαμε αυτά που είχαν έκπτωση μα και τ άλλα που δεν είχαν.

Οι καπετάνιοι άλλαζαν συχνά. Άλλοι μεσόκοποι και δήθεν πεπειραμένοι, κι άλλοι νεότεροι που πίστευαν στις φρέσκες τους ιδέες και στα αγνά ιδανικά τους. Άρεσε σ όλους το πηδάλι. Είχε μιά έλξη αλλιώτικη

συνήθιζαν να λένε. Ένας έφευγε, άλλος ερχόταν, δεν δίναμε και σημασία.

Το πλήρωμα πρόχειρα και βιαστικά πάντα διαλεγμένο. Να βγάλουν κάτι υποχρεώσεις θέλανε οι πλοίαρχοι μωρέ, γι αυτό.

Άπειρο, ανεκπαίδευτο, κι αδιάφορο τις πιο πολλές φορές για μας τους επιβάτες. Στις ερχόμενες καταιγίδες, στους προβλεπόμενους τυφώνες και στα δύσκολα ταξίδια, όλο και “κάτι σοβαρό οικογενειακό” τύχαινε στον κάθε καπετάνιο, έφευγε απ το πλοίο τόσο βιαστικά που δεν πρόφταινε, ο άνθρωπος να παραδώσει στον επόμενο, ούτε καν αυτό το έκτακτο δελτίο καιρού!

Εμείς εκεί. Να τρώμε, να πίνουμε, να κακολογούμε οι μισοί τους άλλους μισούς, έτσι μωρέ, για να περνάει η ώρα. Να παίζουμε μπιρίμπες,

κι όταν χάναμε εμείς, ρίχναμε και καμιά μούντζα στους άλλους. Αυτοί δεν φταίγανε εξ άλλου; Να ροκανίζουμε το κομπόδεμα που είχαμε μαζί μας πάρει, φουρτούνα καμιά να μη μας πιάνει.

Και δραμαμίνες πίναμε και βομέξ κατεβάζαμε και τσίχλες αντιεμετικές, μ εκείνη την εμετική τους γεύση μασολογούσαμε. Φούσκες μόνο που δεν κάναμε κι όχι γιατί δεν το μπορούσαμε εμείς, αλλά γιατί η εταιρία τους δεν τόχε καν προβλέψει.

Το “Παναγία Τήνου” κάνα-δυό χρόνια πριν, άραξε στον “Περαία”.

Ως εδώ ήταν τα κότσια του, τερμάτισαν οι αντοχές του. Εμείς τεμπελιάζοντας μεσ την καλοπέραση δεν κατεβήκαμε, δεν ξεμπαρκάραμε.

Γελαστήκαμε πως θα ξαναβάλει μπρος τις μηχανές του. “Όλα με λάδωμα, εξ άλλου, δεν κινούνται;” λέγαμε και κλείναμε ο ένας στον άλλον το μάτι πονηρά. Οι άγκυρες του καρφώθηκαν βαθιά στο βυθό έμπλεξαν, ήταν αδύνατον να ξαναβγάλουν έξω απ το νερό κεφάλι. Οι μηχανές κίνησης κόλλησαν, το ίδιο κι η ηλεκτρογεννήτρια. Εμείς βλέπαμε τη μέρα, το δέκα το καλό μιά χαρά φαινόταν, τη νύχτα κοιμόμαστε, δεν μας ένοιαζε.

Πότε έφυγε το πλήρωμα, πότε λάκισε κι ο καπετάνιος, ούτε που το καταλάβαμε! Το πλοίο μας βαρέθηκε, σαν νάθελε να μας αδειάσει όλους έξω, ήρεμο για νάν στα γηρατειά του. Δεν είχε άλλο τρόπο, κι έγειρε. Κι έγειρε πολύ, κι έγειρε κι άλλο.

Όταν οι δραμαμίνες ήταν ανήμπορες πια να μας γλιτώσουν απ τη ζάλη, καθώς κάτω είχαν βρεθεί τα πόδια μας και πάνω το κεφάλι, τότε το πήραμε είδηση κι έξω με μιάς, θέλαμε να τιναχτούμε. Σωσίβια δεν βρήκαμε μήτε ένα ναύτη χέρι βοήθειας να μας δώσει. Εγκλωβισμένοι τώρα πια, ανάποδα, με τα μαλλιά πέρα-δώθε να λικνίζονται στο αλμυρό νερό και με τα μάτια απ τον τρόμο γουρλωμένα, κοιτάμε ψηλά τον ουρανό τη μόνη μας ελπίδα. Μα τώρα είναι πια αργά. Στο “Παναγία Τήνου” κανείς μας δεν πήρε τον ρόλο του στα σοβαρά. Μηδέ το πλήρωμα, μηδέ οι επιβάτες, ούτε κι αυτοί οι καπεταναίοι. Το “Παναγία Τήνου” δεν ήτανε στα χέρια μας “play mobil”. Είναι μιά χώρα που όλοι μιλούσαν και μιλούν γι αυτήν, μιά χώρα που την λέν Ελλάδα.

.....Κι είναι κι αυτός ο Πουαρό, που είναι τώρα φορτωμένος. Που δεν μπορεί να βγεί απ το γυαλί και τον φονιά να βρεί να μας τον πει. Κι όμως θαρρώ πως θέλει να το αποφεύγει. Γιατί είν η πρώτη του φορά που ντρέπεται να ομολογήσει, πως δεν κατάφερε έναν μόνο να βρει, αλλά...εκατομμύρια από μας, σ Ανατολή και Δύση!

Αγνή Ζησίδου

Σύρος, 28 Απρ. 2016