Γνώμες

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ (Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΣΩΖΕΙ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ) (Λουκ. 15, 11-32)

Γνώμες 27/02/2021 20:45
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ ΥΙΟΥ (Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΣΩΖΕΙ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ) (Λουκ. 15, 11-32)

Είπε ο Κύριος την παρακάτω παραβολή: «Ένας άνθρωπος είχε δύο γιους. Και είπε ο νεότερος από αυτούς στον πατέρα του: πατέρα, δώσε μου το μερίδιο της περιουσίας που μου ανήκει. Και ο πατέρας μοίρασε σ’ αυτούς την περιουσία του. Και ύστερα από λίγες μέρες ο νεότερος γιος μάζεψε όλα ανεξαιρέτως όσα του είχε δώσει ο πατέρας του και ταξίδεψε σε μακρινή χώρα. Και εκεί σπατάλησε την περιουσία του ζώντας βίο άσωτο, παραλυμένο και ασυλλόγιστο. Όταν δε ξόδεψε όλα όσα είχε, έπεσε μεγάλη πείνα στη χώρα εκείνη και άρχισε να στερείται και να πεινάει. Και από την πείνα πλέον ζαλισμένος, πήγε και προσκολλήθηκε σαν δούλος σε ένα από τους κατοίκους της χώρας εκείνης. Και τον έστειλε στα χωράφια του, να βόσκει χοίρους. Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλία του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν οι χοίροι, αλλά κανείς δεν του έδινε, γιατί οι υπηρέτες τα προόριζαν για τα γουρούνια.

Κάποια όμως ημέρα συνήλθε από την ζάλη και το κατάντημα της αμαρτωλής ζωής του και είπε· Πόσοι μισθωτοί του πατέρα μου έχουν με το παραπάνω ψωμιά και φαγητά, ενώ εγώ χάνομαι από την πείνα; Και αμέσως πήρε την απόφαση της επιστροφής και είπε: Θα σηκωθώ, θα πάω προς τον πατέρα μου και θα του πω: πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό μπροστά στο Θεό και τους αγγέλους του. Αμάρτησα και σε σένα, γιατί περιφρόνησα την πατρική σου αγάπη και δεν λογάριασα την λύπη που θα σου προξενούσα με την φυγή μου. Δεν είμαι πλέον άξιος να ονομαστώ γιος σου και να φέρω το τιμημένο όνομά σου· κάνε με σαν ένα από τους υπηρέτες σου. Και έθεσε σε εφαρμογή την καλή του αυτή απόφαση. Σηκώθηκε και ήλθε προς τον πατέρα του. Ενώ δε ακόμη βρισκόταν σε μακρινή απόσταση, ο πατέρας του, που από καιρόν τώρα τον περίμενε και παρατηρούσε πάντοτε με λαχτάρα στο δρόμο, τον είδε και τον σπλαχνίστηκε, έτρεξε σε προϋπάντησή του, έπεσε με στοργή απέραντη στην αγκαλιά του παιδιού του και τον γέμισε με φιλήματα. Συντετριμμένος ο υιός

από την απέραντη αυτή στοργή είπε στον πατέρα του: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και ενώπιόν σου και δεν είμαι άξιος να ονομαστώ γιος σου.

Ο πατέρας του όμως τον διέκοψε, στράφηκε προς τους δούλους που είχαν μαζευτεί εκεί, και είπε· Βγάλτε την πιο καλή φορεσιά και ντύστε τον, και δώστε του το δακτυλίδι στα χέρια, σαν αυτό που φορούν οι ελεύθεροι και οι κύριοι. Δώστε του υποδήματα στα πόδια, για να μη περπατάει ξυπόλητος όπως οι δούλοι. Και φέρτε το θρεφτό μοσχάρι, σφάξτε το και ετοιμάστε το πιο πλούσιο τραπέζι, δια να πανηγυρίσουμε το εξαιρετικά χαρμόσυνο αυτό γεγονός. Και αφού φάμε, ας ευφρανθούμε όλοι. Διότι ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος ήταν και ευρέθηκε. Και άρχισαν να ευφραίνονται. (Άγγελοι και δίκαιοι καλούνται από τον Θεόν να χαρούν και να ευφρανθούν, όταν ένας αμαρτωλός, που εγκατέλειψε τον Θεόν και σπατάλησε τα θεία δώρα στην αμαρτία και βυθίστηκε στον εξευτελισμό και την κοινή περιφρόνηση, μετανοήσει ειλικρινά, επανέλθει προς τον Πατέρα και ξαναπάρει την υιοθεσία και την πρώτη του θέση).

Αλλά ο μεγαλύτερος γιος βρισκόταν στο χωράφι και καθώς την ώρα που γύριζε πλησίασε στο σπίτι, άκουσε μουσικά όργανα και τραγούδια και χορούς. Και αφού κάλεσε έναν από τους υπηρέτες, τον ρώτησε τι άραγε είναι αυτά που γίνονται. Εκείνος τότε του είπε ότι: Ήλθε ο αδελφός σου και ο πατέρας σου έσφαξε το θρεπτό μοσχάρι, διότι με μεγάλη χαρά τον είδε και τον υποδέχτηκε υγιή. Θύμωσε δε αυτός και δεν ήθελε να εισέλθει στο σπίτι και να παρακαθίσει στο χαρμόσυνο τραπέζι. Όταν ο πατέρας το πληροφορήθηκε, βγήκε έξω προς τον μεγαλύτερο γιο και με στοργή πολλή τον παρακαλούσε. Εκείνος όμως πικραμένος αποκρίθηκε με δυσφορία μεγάλη και του είπε: Τόσα χρόνια σε υπηρετώ και ποτέ δεν καταπάτησα την εντολή σου. Και όμως σε μένα δεν έδωσες ποτέ ένα κατσίκι, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Όταν δε ήλθε το παιδί σου αυτό, που κατέφαγε το βιός σου με ιερόδουλες, έσφαξες για χάρη του το θρεπτό μοσχάρι.

Είπε δε σ’ αυτόν ο πατέρας: Παιδί μου, εσύ πάντοτε είσαι μαζί μου και όλα τα υπάρχοντά μου είναι δικά σου και ποτέ από τίποτε δεν σε στέρησα. Έπρεπε και εσύ να ευφρανθείς και να χαρείς, αφού ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και αναστήθηκε, χαμένος και ξαναβρέθηκε». (Αγανακτούσαν οι υψηλόφρονες Φαρισαίοι, όταν έβλεπαν τον Κύριο να δέχεται με στοργή τους μετανοούντες αμαρτωλούς και να τους ανακηρύσσει πολίτες της βασιλείας του. Εγωπαθείς και ιδιοτελείς, καθώς ήσαν οι Φαρισαίοι και οι όμοιοι με αυτούς, τυπικώς μόνο και εξωτερικώς τιμώντες τον Θεό, αποξένωσαν τον εαυτό τους από την αγάπη του Θεού και από την χαρμόσυνο επικοινωνία με τους πολίτες της Βασιλείας των Ουρανών).

(Τροποποιηθείσα στη δημοτική απόδοση του ευαγγελίου υπό Ιω. Κολιτσάρα) Εικόνα: από bgianna kopoulos1. blogspot. com/ 2018/ 02/ blog-post_4. html, Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΤΡΙΚΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΠΟΥ ΜΕΤΑΝΟΟΥΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ